Αναζητώντας το κορίτσι


Συγγραφέας : Chandler, Raymond, 1888-1959
Μεταφραστής : Τζιαντζή, Μαριάννα
Εκδότης : Ερατώ
Έτος έκδοσης : 1994
ISBN : 978-960-229-056-9
Σελίδες : 127
Σχήμα : 17x12
Κατηγορίες : Αμερικανική πεζογραφία - Διήγημα Αστυνομική λογοτεχνία

8.52 € 6.13 €




Δεν είχα καμια δουλειά μ'εκείνο τον γίγαντα. Ούτε τότε, ούτε αργότερα, και πολύ περισσότερο, τότε. Εκείνος έψαχνε το κορίτσι του, την όμορφη Μπιούλα, κι εγώ τον Έλληνα κουρέα, τον Αλείδη, που η γυναίκα του μου είχε αναθέσει να της τον φέρω σπίτι. Σε λιγότερο από δυο ώρες, βρέθηκα να ψάχνω εγώ για την Μπιούλα, ξεχνώντας τον Αλείδη. Είχα βάλει στοίχημα με τον υπαστυνόμο Χάινυ ότι εγώ θα έβρισκα το κορίτσι, πριν απ' αυτόν, μόνο και μόνο για να του δείξω γιατί εδώ και μια εικοσαετία είχε κολλήσει στη θέση του υπαστυνόμου. Το διήγημα "Αναζητώντας το κορίτσι" ("Try the Girl"), πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Black Mask" τον Ιανουάριο του 1937. Ξαναδουλεύτηκε από τον συγγραφέα του για τη γραφή του μυθιστορήματος "Αντίο, γλυκιά μου" (1940), ταυτόχρονα με το διήγημα "Μανδαρίνικος νεφρίτης", που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Dime Detective" την ίδια χρονιά.

Ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας, ο Raymond Chandler γεννήθηκε στο Σικάγο το 1888. Όταν ήταν οκτώ ετών οι γονείς του χώρισαν και αναγκάστηκε να εγκατασταθεί με τη μητέρα του στο Λονδίνο, όπου τελείωσε το αριστοκρατικό Κολέγιο Dulwich. Ακολούθησε η απόκτηση της αγγλικής υπηκοότητας και σπουδές στη Γαλλία και στη Γερμανία, μετά το πέρας των οποίων επέστρεψε στο Λονδίνο το 1907, όπου αποφάσισε να βρει μια θέση στο δημόσιο. Τα παράτησε για να ασχοληθεί με το γράψιμο και δούλεψε σε αρκετές εφημερίδες ως ρεπόρτερ, αρθρογράφος, βιβλιοκριτικός. Το 1912 επέστρεψε στην Αμερική και κατέληξε στο Λος Άντζελες, όπου άρχισε να εργάζεται ως λογιστής. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου υπηρέτησε στον Καναδικό Στρατό, λαμβάνοντας μέρος σε φονικές μάχες στη Γαλλία, το 1918, μεταξύ Αράς και Κομπρέ (ήταν ο μόνος που διασώθηκε από τη μονάδα του, η οποία εξολοθρεύτηκε πλήρως από βομβαρδισμό), ασχολήθηκε με επιχειρήσεις και έγινε ανώτερο στέλεχος της πετρελαϊκής εταιρίας Dabnay στην Καλιφόρνια. Το 1924 παντρεύτηκε την κατά 18 χρόνια μεγαλύτερή του Cissy Pascal, την οποία γνώρισε ενώ ήταν ήδη παντρεμένη. Εξαιτίας της οικονομικής κρίσης των αρχών της δεκαετίας του '30, χάνει τη δουλειά του και στρέφεται οριστικά στη συγγραφή, στέλνοντας ιστορίες στο περιοδικό "Black Mask" των H.L. Mencken, G.L. Nathan και αργότερα του Joseph Shaw (πρώτη εμφάνιση με τη νουβέλα "Blackmailers Don't Shoot", 1933). Ως το 1938 είχε δημοσιεύσει δεκαέξι ιστορίες και δούλευε το πρώτο του μυθιστόρημα, "The Big Sleep", που κυκλοφόρησε το 1939. Γνωρίζοντας αμέσως επιτυχία, εισήγαγε, σύμφωνα με τα λόγια ενός κριτικού, "ένα νέο είδος αστυνομικού μυθιστορήματος, στο οποίο η εφευρετικότητα της πλοκής και της έρευνας συνδυάζεται με ένα χαρακτηριστικό και ξεχωριστό λογοτεχνικό στυλ". Την ίδια επιτυχία με το πρώτο του μυθιστόρημα γνώρισαν και τα άλλα έξι που έγραψε όλα κι όλα: "Farewell, My Lovely" (1940), "The High Window" (1942), "The Lady in the Lake" (1943), "The Little Sister" (1949), "The Long Good-Bye" (1954) και "Playback" (1958). Σε όλα πρωταγωνιστεί ο ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου. Το 1950 εξέδωσε 12 από τα διηγήματά του που δεν ανέπτυξε, στη συνέχεια, σε μυθιστορήματα, σε δύο τόμους ("Trouble is My Business", "The Simple Art of Murder" -τα υπόλοιπα οκτώ εκδόθηκαν μετά το θάνατό του, στον τόμο "Killer in the Rain", 1964). Πολλά από τα βιβλία του μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο, ξεκινώντας με το "Αντίο, γλυκιά μου", το 1941, από την εταιρεία RKO, και "Το ψηλό παράθυρο", το 1943, από την 20th Century Fox, με δική του συμβολή στα σενάρια, γεγονός που του πρόσφερε, μεταξύ άλλων, δουλειά σεναριογράφου στο Χόλιγουντ, στο στούντιο της Paramount, το 1943, με μισθό 750 δολάρια την εβδομάδα. Στη συνέχεια, εργάστηκε και για το σενάριο αρκετών ακόμα ταινιών, όπως οι "Double Indemnity" του Μπίλυ Γουάιλντερ (1944), "The Blue Dahlia" του Τζορτζ Μάρσαλ (1946) και "Strangers on a Train" του Α. Χίτσκοκ (1951 -"Η υπόθεση είναι αρκετά χαζή, αλλά απ' ότι φαίνεται δεν μπορώ να κάνω τίποτ' άλλο", γράφει για τη διασκευή του μυθιστορήματος της Π. Χάισμιθ σ' ένα γράμμα του), που ήταν όλες υποψήφιες για Όσκαρ σεναρίου. Μετά το θάνατο της γυναίκας του Σίσυ, το 1954, και παρά τη διεθνή του αναγνώριση, άρχισε να υποφέρει από κατάθλιψη και, μεθυσμένος, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει με περίστροφο την επόμενη χρονιά. Παράλληλα, η υγεία του επιδεινώθηκε εξαιτίας του αλκοολισμού του και χρειάστηκε να μπει πολλές φορές στο νοσοκομείο. Ωστόσο τον Φεβρουάριο του 1958 πήρε το αεροπλάνο για τη Ν. Υόρκη και το Λονδίνο, και την άνοιξη της ίδιας χρονιάς ταξίδεψε ως τη Νάπολη για να πάρει συνέντευξη από τον μαφιόζο Λάκι Λουτσιάνο, που είχε απελαθεί από το αμερικανικό κράτος. Το νήμα της ζωής του κόπηκε τελικά από πνευμονία, τον Μάρτιο του 1959, στη Λα Γιόλα της Καλιφόρνια όπου ζούσε, ενώ τον φρόντιζε η Χέλγκα Γκριν, τον ίδιο μήνα τον οποίο είχε εκλεγεί πρόεδρος της Mystery Writers Association στη Ν. Υόρκη. Σε ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα που έστειλε το 1950 στον Άγγλο εκδότη του, Χάμις Χάμιλτον, ο Ρέημοντ Τσλαντλερ σημειώνει: "... Ως συγγραφέας μυστηρίου, πιστεύω ότι αποτελώ ένα είδος α






e-mail Facebook Twitter