«Πέρασε πολύς καιρός, κοντά δύο χρόνια. Ο Θανάσης δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ του. Λίγο στον φίλο του τον Ανδρέα έλεγε τον πόνο του, αλλά καταλάβαινε και τον πόνο της Παρασκευής. Ένα καλοκαιρινό πρωινό, την ώρα που ήταν στο χωράφι ο Θανάσης και έκανε αράδες για τον καπνό, άκουσε να καλπάζει ένα άλογο προς το μέρος του. Τα μάτια του από τον ήλιο δεν έβλεπαν καλά την κορμοστασιά που έβλεπε. Ανοιγόκλεινε τα μάτια του να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν όνειρο. Πράγματι δεν ήταν όνειρο. Ήταν η χαρά του. Εκείνη κατέβηκε από το άλογο και είπε. - Από δω και πέρα, εγώ θα είμαι η αφέντρα σου. Ο πατέρας μου δεν είναι καλά, και τώρα εγώ δίνω διαταγές. Ο Θανάσης υποκλίθηκε μπρος της και η καρδιά του άρχισε να πονάει. Η αγάπη του τώρα είναι αφέντρα του. Θα του δίνει διαταγές. Πάνε τα όνειρά του. Δεν είχε πια θέση στο χωριό. Πρέπει να μαζέψει τα κομμάτια της καρδιάς του και να φύγει στα Γιάννενα. Όταν ζύμωσε στο νου του ότι πρέπει να φύγει, και είχε τελειώσει την δουλειά του από τα καπνά, πήρε τη μεγάλη απόφαση.»
2009-2024 © ebooks.gr / All Rights Reserved