Ημερολόγια της φυλακής

Μια μέρα της ζωής μου: Απεργία πείνας
Συγγραφέας : Sands, Bobby
Μεταφραστής : Γιοβανόπουλος, Χρήστος
Εκδότης : Καινά Δαιμόνια
Έτος έκδοσης : 2011
ISBN : 978-960-98863-4-5
Σελίδες : 128
Σχήμα : 21x14
Κατηγορίες : Προσωπικές αφηγήσεις - Μαρτυρίες Φυλακές Πολιτικοί κρατούμενοι - Προσωπικές αφηγήσεις

8.52 € 7.58 €




Ο Μπομπ Σαντς πέθανε τον Μάιο του 1981 μετά από 66 ημέρες απεργία πείνας. Ήταν ο πρώτος από συνολικά δέκα ρεπουμπλικάνους αγωνιστές που θα πέθαιναν κατά τη διάρκειά της. Τα δύο αυτοβιογραφικά κείμενα της παρούσας έκδοσης, αναδεικνύουν μία από τις πιο σημαντικές στιγμές στον αγώνα του ιρλανδικού λαού για την απελευθέρωσή του και φωτίζουν μία ειδική πλευρά του, αυτή του αγώνα των κρατούμενων ρεπουμπλικανών μέσα στις φυλακές για την αναγνώριση της πολιτικής τους υπόστασης. Τα δύο κείμενα του Σαντς αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα της λογοτεχνικής παραγωγής των Μπλοκ-Η, που χαρακτηρίζεται από την οικονομία και αμεσότητα του λόγου και από μία συγκεκριμένη αισθητική, που καθορίζονταν από και αντανακλούσε τις συνθήκες συγγραφής τους. Ο Σαντς από τη στιγμή που φυλακίζεται στα Μπλοκ-Η καταγράφει όλη αυτή την ταραγμένη περίοδο. Γράφει, όπως και οι υπόλοιποι κρατούμενοι, με ένα στυλό ή μολύβι που περνάει από κελί σε κελί, πάνω σε χαρτί υγείας ή τσιγαρόχαρτα, τα οποία διπλώνει σε μικρά κομμάτια σαν ακορντεόν και διακινεί λαθραία μέσα στο σώμα του, κάνοντας τα "ντοκουμέντα-σπλάχνα". Πολλά από τα γραπτά του, δημοσιεύονται στην εφημερίδα "An Problaht / Republican News" υπογραμμένα με το ψευδώνυμο Μαρκέλα. Το "Μια μέρα της ζωής μου", γράφτηκε το χειμώνα του 1979 και αφηγείται με τη μορφή διηγήματος μία μέρα της ζωής των "κρατούμενων στις κουβέρτες" κατά τη διάρκεια της "διαμαρτυρίας άρνησης καθαριότητας". Επικεντρώνεται ακριβώς στο να συμπυκνώσει και να κάνει γνωστή την τρομακτική εμπειρία των ρεπουμπλικάνων πολιτικών κρατουμένων, αλλά και να καταγράψει τη συλλογική τους αντίσταση. Το δεύτερο κείμενο, το "Ημερολόγιο" που κράτησε τις πρώτες 17 μέρες της απεργίας πείνας, φέρνει στο φως τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ένας απεργός πείνας σε σχέση με τις φυσικές και ψυχικές του δυνάμεις, τις δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλονται οι προσωπικές του σχέσεις αλλά και τα πολιτικά ζητήματα που αναδεικνύονται από έναν τέτοιο αγώνα.

Ο Μπόμπυ Σαντς γεννήθηκε το 1954 στο βόρειο Μπέλφαστ. Η ζωή στην γκετοποιημένη, υποβαθμισμένη γειτονιά τον παρακίνησε να δραστηριοποιηθεί από πολύ νωρίς. Στα 18 του χρόνια έγινε μέλος του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA). Στο ημερολόγιό του έγραφε: "Η ζωή μου τώρα έχει αλλάξει. Τις νύχτες κοιμάμαι υποχρεωτικά με το ένα μάτι ανοιχτό κι όταν διεξάγουμε κάποια επιχείρηση, είμαστε συνέχεια σε εγρήγορση, για να αποφύγουμε τους ελέγχους των Βρετανών. Ο κόσμος όμως είναι στο πλευρό μας. Δεν είναι μονάχα το ότι μας άνοιξαν διάπλατα τα σπίτια τους κι ότι μας βοηθούν όπως μπορούν, αλλά το ότι μας έχουν ανοίξει την καρδιά τους. Έμαθα ότι χωρίς τη συμπαράσταση του κόσμου, δεν είναι δυνατόν να επιβιώσουμε πολιτικά και τώρα ξέρω ότι τους χρωστώ τα πάντα". Τον Οκτώβριο του 1972, ο Μπόμπυ Σαντς συλλαμβάνεται για πρώτη φορά. Κατηγορείται για οπλοκατοχή (τέσσερα περίστροφα, που βρέθηκαν στο σπίτι όπου φιλοξενείτο) και καταδικάζεται σε τρία χρόνια φυλάκιση, στα μπουντρούμια του Long Kesh. Στη διάρκεια αυτών των ετών, διαβάζει όσο μπορεί περισσότερο και μαθαίνει μόνος του ιρλανδικά. Αργότερα, θα μεταδώσει όσα έμαθε στους συγκρατούμενούς του, στη διαβόητη Πτέρυγα Η. Το 1976 αποφυλακίζεται και επιστρέφει στο Τουίνμπρουκ, του Δυτικού Μπέλφαστ, στο οποίο διαμένει η οικογένειά του, πολύ κοντά στην "υγειονομική" διαχωριστική ζώνη, που απαγορεύει την ελεύθερη διακίνηση Καθολικών και Προτεσταντών. Εκεί γίνεται ενεργό μέλος της κοινότητάς του. Ασχολείται με το Σύνδεσμο Ενοικιαστών και πείθει τα ταξί της περιοχής να μεταφέρουν κόσμο από τη μία περιοχή στην άλλη, δεδομένου ότι τα λεωφορεία δεν επαρκούσαν. Μέσα σε έξι μήνες, συλλαμβάνεται ξανά, έπειτα από βομβιστική επίθεση και ανταλλαγή πυρών. Ο Μπόμπυ τη στιγμή της έκρηξης και των γεγονότων που ακολούθησαν, βρισκόταν μέσα σ ένα αμάξι λίγο πιο κει και η Αστυνομία βρήκε πάνω του ένα ρεβόλβερ. Με αυτά τα "αποδεικτικά στοιχεία" προσάγεται σε δίκη μαζί με άλλους τρεις συντρόφους του, αφού πρώτα υποβάλλεται σε εξουθενωτική εξαήμερη ανάκριση και υφίσταται κάθε λογής βασανιστήρια. Αρνείται να απαντήσει σε οτιδήποτε άλλο, εκτός από το όνομά του, την ηλικία του και τη διεύθυνση κατοικίας του. Παραμένει υπόδικος για έντεκα μήνες και τελικά, η δίκη γίνεται το Σεπτέμβριο του 1977. Όπως και την άλλη φορά, αρνείται να αναγνωρίσει το κύρος των Δικαστικών Αρχών. Ο δικαστής παραδέχεται ότι τα "αποδεικτικά στοιχεία" είναι σαθρά, ωστόσο τον καταδικάζει μαζί με τους συντρόφους του σε δεκατέσσερα χρόνια κάθειρξη (έκαστος) για οπλοκατοχή (το ένα και μοναδικό ρεβόλβερ). Τον μεταφέρουν στη φυλακή της οδού Κράμλιν, όπου περνά τις πρώτες 22 ημέρες ολόγυμνος και σε τέλεια απομόνωση. Έπειτα μεταφέρεται στην Πτέρυγα Η του Long Kesh, όπου μαζί με άλλους συγκρατούμενούς του ξεκινούν τη διαμαρτυρία της "κουβέρτας" (δεδομένου ότι δεν τους επιτρεπόταν να φορούν τα πολιτικά τους ρούχα, αφού δεν τους αναγνώριζαν ως Πολιτικούς κρατούμενους). Αρχίζει να αρθρογραφεί στην "An Phobnacht/Republican News", σε χαρτί τουαλέτας, μιας και η γραφική ύλη απαγορεύεται δια ροπάλου. Γίνεται ο βασικός εκπρόσωπος της διαμαρτυρίας και έρχεται συνεχώς σε αντιπαράθεση με το καθεστώς της φυλακής. Τον Απρίλιο του 1978, έπειτα από συστηματική κακομεταχείριση, ειδικά στις τουαλέτες και το ντους, οι κρατούμενοι αρνούνται να πλυθούν και να παραδώσουν τα δοχεία νυκτός τους. Κάνουν τις βασικές τους ανάγκες μέσα στο κελί, αφού έτσι κι αλλιώς έχουν καταστρατηγηθεί ακόμα και τα πιο βασικά ανθρώπινα δικαιώματά τους. Οι γυναικείες φυλακές ακολουθούν, με ανάλογη διαμαρτυρία, το Φεβρουάριο του 1980. Στις 27 Οκτωβρίου 1980, έπειτα από την κατάρρευση συνομιλιών μεταξύ των Βρετανών και του Καρδινάλιου OFiaich, επτά κρατούμενοι της Πτέρυγας Η προχωρούν σε απεργία πείνας. Στις 19 Δεκεμβρίου 1980, ο Μπόμπυ Σαντς ανακοινώνει ότι οι κρατούμενοι δεν θα ξαναφορέσουν ρούχα φυλακής, ούτε θα υποχρεωθούν ξανά σε "κοινωνική εργασία" εντός των φυλακών. Προσφέρεται να αρχίσει πρώτος απεργία πείνας και μάλιστα, δυο εβδομάδες πριν από τους υπόλοιπους συγκρατούμενούς του, ώστε, εάν πεθάνει, ο θάνατός του να εξασφαλίσει την ικανοποίηση των αιτημάτων τους. Τις πρώτες 17 ημέρες, κρατά






e-mail Facebook Twitter