Ο συγγραφέας στο πόνημά του
σχολιάζει τα, κατά την κρίση του,
κακώς κείμενα της Εκκλησίας.
[...] Θεωρώ αναγκαίο να επαναλάβω ότι με το σεμνό κείμενό μου, δεν έρχομαι ως Δον Κιχώτης να κυνηγήσω τους ανέμους, ούτε να αμφισβητήσω ουδενός είδους πίστη, αλλά να καταγγείλω τους ασεβείς κληρικούς, όχι όλους, αλλά την συντριπτική τους πλειοψηφία, που φαλκίδευσαν και απαξίωσαν την Χριστιανική ιδέα και έγιναν αίτιοι μεγάλων εγκλημάτων κατά της Ανθρωπότητας.[...]
Το πιο ισχυρό κριτήριο για καθετί είναι ο χρόνος. Ο χρόνος είναι ό,τι συνιστά την αδήριτη πραγματικότητα της θνητότητας. Στην κατανυκτική, χριστιανική, νεκρώσιμη ακολουθία ακούγεται: «Διότι εσύ μόνος, Κύριε, υπάρχεις αθάνατος». Αδιάσειστη αλήθεια του ανθρώπινου βίου, η θνητότητα, ο άνθρωπος και τα έργα του, υπόκεινται στον θάνατο. Στην πορεία των αιώνων, στήθηκαν αγάλματα, κτίσθηκαν περικαλλείς Ναοί, λατρεύτηκαν λαμπερές θεότητες Ασσύριων, Βαβυλωνίων, Αιγυπτίων, Ελλήνων· όμως και το πλέον επιβλητικό άγαλμα ή πομπώδες έργο το νικάει η φθορά του χρόνου, οι καταιγίδες, οι καταστροφές. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ματαιότης ματαιοτήτων συχνά φαίνεται να διαφεύγει ακόμα και από τους ιερείς, τους εκπροσώπους του θείου επί της γης, οι οποίοι υποτάσσονται στη τρυφηλότητα, την πλεονεξία και τις απολαύσεις και, αντί να υπηρετούν τις ανώτερες επιταγές του αγαθού, εκμεταλλεύονται την επιρροή τους για ίδιον όφελος ή πολιτικές σκοπιμότητες.