«Οι φάμα, για να συντηρήσουν τις αναμνήσεις τους, προβαίνουν στο βαλσάμωμά τους με τον ακόλουθο τρόπο: αφού εντοπίσουν την ανάμνηση με όλες της τις λεπτομέρειες, την τυλίγουν από την κορφή ώς τα νύχια μ’ ένα μαύρο σεντόνι και την ακουμπάνε στον τοίχο του σαλονιού, μ’ ένα καρτελάκι που λέει: ‘‘Εκδρομή στο Κίλνες’’ ή: ‘‘Φρανκ Σινάτρα’’.
Οι κρονόπιο, αντίθετα, αυτά τα χλιαρά και ακατάστατα όντα, αφήνουν τις αναμνήσεις σκόρπιες στο σπίτι, ανάμεσα σε χαρούμενες κραυγές, κι όταν βλέπουν καμιά ανάμνηση να τρέχει, τη χαϊδεύουν απαλά και της λένε: ‘‘Κοίτα μη χτυπήσεις’’, αλλά και: ‘‘Προσοχή στα σκαλοπάτια’’. Γι’ αυτό και τα σπίτια των φάμα είναι τακτοποιημένα και σιωπηλά, ενώ σ’ αυτά των κρονόπιο επικρατεί χαλασμός και πόρτες που βροντάνε. Οι γείτονες είναι όλο παράπονα για τους κρονόπιο, ενώ οι φάμα κουνάνε το κεφάλι όλο κατανόηση και πηγαίνουν να διαπιστώσουν αν οι ετικέτες είναι πάντα στη θέση τους.»
«Όταν έδωσα στους πιο στενούς μου φίλους να διαβάσουν αυτές τις ιστορίες, η άμεση αντίδρασή τους ήταν μάλλον αρνητική. Μου είπαν: ‘‘Μα πώς μπορείς να χάνεις τον καιρό σου γράφοντας τέτοια πράγματα; Εσύ παίζεις! Γιατί χάνεις έτσι τον καιρό σου;’’. Αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να το σκεφτώ και να πειστώ —παραμένω πεπεισμένος— πως δεν έχανα τον καιρό μου, αλλά απλώς αναζητούσα —και καμιά φορά έβρισκα— έναν άλλο τρόπο προσέγγισης και αντίληψης της πραγματικότητας. Συνέχισα να γράφω εκείνες τις ιστοριούλες που μαζεύτηκαν, μαζεύτηκαν, και τελικά έγιναν ολόκληρο βιβλίο. Το βιβλίο εκδόθηκε, και η χαρά μου ήταν απέραντη όταν διαπίστωσα ότι στη Λατινική Αμερική υπήρχαν πολλοί, πάρα πολλοί αναγνώστες που επίσης ήξεραν να παίζουν.»
Χούλιο Κορτάσαρ
O Χούλιο Κορτάσαρ γεννήθηκε στις Βρυξέλλες το 1914 και πέθανε στο Παρίσι το 1984. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, εγκατέλειψε μαζί με την οικογένειά του το Βέλγιο για την Αργεντινή, όπου τελείωσε το σχολείο, σπούδασε φιλολογία και εργάστηκε ως καθηγητής για πέντε χρόνια, ενώ παράλληλα συνεργαζόταν με λογοτεχνικά περιοδικά. Το 1951, σε ηλικία 37 ετών, επέστρεψε στην Ευρώπη, στο Παρίσι, όπου έζησε ως το τέλος της ζωής του και έγραψε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του ("Έφυγα από την Αργεντινή, όχι τόσο επειδή υπήρχαν πράγματα που εκεί μ' ενοχλούσαν, που οπωσδήποτε υπήρχαν, αλλά γιατί η Γαλλία αντιπροσώπευε για μένα, τότε, έναν τεράστιο πόλο έλξης", θα πει σε μια συνέντευξή του στην "El Pais", το 1982). Το 1961 επισκέπτεται την Κούβα, γοητευμένος από την επανάσταση, αναζητώντας απαντήσεις στις πολιτικές του ανησυχίες. Το ταξίδι αυτό θα γίνει η αφορμή να αποκτήσει σαφή ιδεολογική συνείδηση, θα υπερασπιστεί την Κούβα του Τσε και του Κάστρο και αργότερα τη Νικαράγουα των σαντινίστας. Το 1970 επισκέπτεται τη Χιλή και παρευρίσκεται στην πανηγυρική τελετή ανάληψης της εξουσίας από τον Αλιέντε. Μαθητής του Μπόρχες, συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίους λατινοαμερικανούς συγγραφείς και στους σπουδαιότερους μοντερνιστές του 20ού αιώνα. Το έργο του αφομοιώνει μ' έναν τελείως φυσικό τρόπο τις ανανεωτικές τεχνικές του σύγχρονου μυθιστορήματος και συνδυάζει τη δημιουργική φαντασία με το ρεαλισμό, διαφέρει όμως, από το έργο άλλων λατινοαμερικανών συγγραφέων, γιατί απ' αυτό απουσιάζει σχεδόν παντελώς το στοιχείο του μπαρόκ και του μαγικού ρεαλισμού. Μεταξύ των πολλών και σπουδαίων έργων του ξεχωρίζουν τα: "Μυστικά όπλα" ("Las armas secretas"), 1958, "Τα βραβεία" ("Los Premios" -το πρώτο του μυθιστόρημα), 1960, "Ιστορίες των κρονόπιο και των φάμα" ("Historias de cronopios y de famas", 1962, "Το κουτσό" ("Rayuela" -που θεωρείται το αριστούργημά του), 1963, "Όλες οι φωτιές η φωτιά" ("Todos los fuegos el fuego"), 1966, "Το βιβλίο του Μανουέλ" ("Libro de Manuel" -μυθιστόρημα), 1973, "Οκτάεδρο" ("Octaedro"), 1974 (όλα τους μεταφρασμένα στα ελληνικά) και τα "Los Reyes", 1949, "Bestiario", 1951, "Final de Juego", 1956, "Ο γύρος της μέρας σε ογδόντα κόσμους" ("La vuelta al dia en ochenta mundos"), 1967, "62: Μοντέλο συναρμολόγησης" ("62: Modelo para armar" -που συνεχίζει την ιδέα του διάσπαρτου μυθιστορήματος, όπως και στο "Κουτσό"), 1968, "Prosa del Observatorio", 1972, "Alguien que anda por ahi", 1977, "Un tal Lucas", 1979, "Deshoras", 1982, κ.ά.