«Λευτέρη, δεν θα με συστήσεις στην παρέα σου;» είπε η Έλενα.
«Ναι, βεβαίως! Από εδώ η Έλενα. Κι από εδώ η Κυμώ, η κοπέλα μου. Και οι δύο Κρητικές;» συμπλήρωσα με μία αχρείαστη ερώτηση, μην μπορώντας να κρύψω την αμηχανία μου.
Αφού αντάλλαξαν ένα χαμόγελο, το οποίο η Κυμώ με δυσκολία σχημάτισε στο πρόσωπό της, γύρισε με φανερή δυσφορία προς εμένα: «Παλιά σου γνώριμη, αγάπη μου;»
Εγώ στον κόσμο μου εκείνη τη στιγμή, αγνοώντας την ουσιαστικά, της είπα βιαστικά ότι θα της εξηγούσα και συνέχισα:
«Πώς γίνεται να βρίσκεσαι εδώ;»
«Πού εδώ; Στην Κάρπαθο; Διακοπές κάνω! Δεν είναι παράξενο αυτό!»
«Όχι, όχι! Νόμιζα ότι ήσουν νεκρή. Σε είδα! Αν και πάντα αμφέβαλα, ότι ήσουν εσύ εκείνη που αντίκρισα δολοφονημένη μπροστά μου πριν από δεκαοχτώ χρόνια. Από τη μία έλεγα, ότι δεν μπορούσε να είναι κάποια άλλη κι από την άλλη αναρωτιόμουν, γιατί δεν υπήρχε το σημάδι στο λαιμό σου. Σε είδα μπροστά μου, πεσμένη στο έδαφος, με το ξεραμένο αίμα στα μαλλιά και το μέτωπό σου, την αστυνομία και τον κόσμο γύρω σου, το ασθενοφόρο που σε πήρε. Το είπαν καθαρά, ήσουν νεκρή από ώρα. Ακόμη δεν καταλαβαίνω τι έγινε».