Μήπως η ζωή είναι αυτό που μας συμβαίνει επειδή έχουμε λογοτεχνία; Εν μέσω μιας περιόδου προσωπικής και λογοτεχνικής μεταμόρφωσης, ο αφηγητής αρχίζει να παρατηρεί σημάδια σε πόρτες και κυρίως σε διαδοχικά δωμάτια. Τα σημάδια αυτά, μέσα από ένα χαμένο μονοπάτι που συνδέει το Παρίσι με το Κασκάις, το Μοντεβιδέο, το Ρέικαβικ, το Σαν Γκάλεν και την Μπογκοτά, τον επαναφέρουν σιγά σιγά στη συγγραφή, στην επιθυμία να καταγράψει κάποιες εμπειρίες, που του ζητούν τουλάχιστον φωνάζοντας να τις διηγηθεί επειγόντως.
Λέει κάποιος στον αφηγητή: «Τον τελευταίο καιρό έχεις γίνει συγγραφέας στον οποίο τα πράγματα του συμβαίνουν στ’ αλήθεια. Μακάρι να καταλάβεις ότι η μοίρα σου είναι η μοίρα ενός ανθρώπου που θα έπρεπε πια να θέλει ν’ ανυψωθεί, ν’ αναγεννηθεί, να ξαναϋπάρξει. Σου επαναλαμβάνω: ν’ ανυψωθεί. Η μοίρα σου βρίσκεται στα χέρια σου, είναι το κλειδί του νέου δωματίου».
Το Μοντεβιδέο είναι μια αληθινή μυθοπλασία, ένα πόνημα για την ασάφεια του κόσμου ως χαρακτηριστικό γνώρισμα της εποχής μας, ένα μυθιστόρημα μέσα από το οποίο ο συγγραφέας ανακαλύπτει τον τρόπο για να ξαναβαφτίσει τα πράγματα, όταν φαίνεται πως όλα έχουν ειπωθεί. Αυτό είναι σχεδόν άθλος, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του ότι ο πυρήνας του έργου του Βίλα-Μάτας είναι ο νεωτερισμός στο μυθιστόρημα.
Ο Ενρίκε Βίλα-Μάτας (Βαρκελώνη, 1948) έχει να επιδείξει ένα μεγάλο σε όγκο και σπουδαίο σε αξία λογοτεχνικό έργο, που τον έχει αναδείξει ως έναν από τους κορυφαίους ευρωπαίους συγγραφείς της γενιάς του. Σπούδασε νομικά και δημοσιογραφία στην πατρίδα του και το 1968 άρχισε να γράφει κριτική κινηματογράφου στο περιοδικό "Fotogramas". Το 1970 γύρισε δύο ταινίες μικρού μήκους, τις "Todos los jovenes tristes" και "Fin de verano". Την επόμενη χρονιά υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στη Melilla της Αφρικής, όπου, καθηλωμένος σε μια αποθήκη υλικού, άρχισε να γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα, "Μujer en el espejo contemplando el paisaje" με εντελώς αντισυμβατική γραφή (σχεδόν χωρίς καθόλου σημεία στίξης). Γυρίζοντας στη Βαρκελώνη, συνεργάστηκε ως κριτικός κινηματογράφου με τα περιοδικά "Bocaccio" και "Destino". Μεταξύ του 1974 και του 1976 έζησε στο Παρίσι, σ' ένα διαμέρισμα που νοίκιασε από τη Μαργκερίτ Ντυράς. Εκεί άρχισε το δεύτερο μυθιστόρημά του, "La asesina ilustrada" (σε ελεύθερη απόδοση: "Η πολυμαθής δολοφόνος", 1977). Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα "Al sur de los parpados", 1980, "Nunca voy al cine", 1982. Η κριτική και το κοινό τον πρόσεξαν με το πέμπτο του μυθιστόρημα, "Historia abreviada de la literature portatil" ("Σύντομη ιστορία της φορητής λογοτεχνίας", 1985). Ακολούθησε η έκδοση των συλλογών διηγημάτων "Ένα σπίτι για πάντα" (1988), "Υποδειγματικές αυτοκτονίες" (1991), "Παιδιά χωρίς παιδιά" (1993), τα μυθιστορήματα "Μακριά από τη Βερακρούς" (1995), "Περίεργος τρόπος ζωής" (1997), κ.ά. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησαν μερικά από τα σημαντικότερα βιβλία του: "Το κάθετο ταξίδι" (2000), το οποίο τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Μυθιστορήματος Ρόμουλο Γκαλιέγος, το πιο έγκυρο βραβείο της Λατινικής Αμερικής, "Μπάρτλεμπυ και Σία" (2001), "Η νόσος του Μοντάνο" (2002), που έχει βραβευθεί με το βραβείο Heralde, το Εθνικό Βραβείο Κριτικής και το Prix Medicis Etranger, "Το Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ" (2003), "Δόκτωρ Πασαβέντο" (2005) και "Δουβλινιάδα" (2010). Έχει επίσης εκδώσει τα μυθιστορήματα "Exploradores del abismo", 2007, "Dietario voluble", 2008, "Air of Dylan", 2012, συλλογές με τα δημοσιογραφικά του άρθρα και τα λογοτεχνικά δοκίμια: "El viajero mαs lento" ("Ο πιο αργός ταξιδιώτης", 1992), "El traje de los domingos" ("Το κοστούμι της Κυριακής", 1995), "Para acabar con los nϊmeros redondos" ("Για να τελειώνουμε με τα στρογγυλά νούμερα", 1997), κ.ά.