Σε αυτούς τους πέντε εκλεπτυσμένους αυτοβιογραφικούς στοχασμούς, ο Ίταλο Καλβίνο ανατρέχει στο δικό του παρελθόν, θυμάται αμήχανους περιπάτους με τον πατέρα του από την παιδική του ηλικία, την παντοτινή λατρεία του για τον κινηματογράφο και τον αγώνα του με τους παρτιζάνους της ιταλικής Αντίστασης κατά των φασιστών. Συλλογίζεται επίσης τα κοινωνικά συμβόλαια, τη γλώσσα και τον πολιτισμό, την αίσθηση που του προκαλεί το να μαζεύει τα σκουπίδια από το καλάθι της κουζίνας και να τα πετάει, καθώς και το σχήμα που πιστεύει πως θα είχε ο κόσμος. Οι προβληματισμοί του αυτοί σχετικά με τη φύση της ίδιας της μνήμης είναι συναρπαστικοί, πνευματώδεις και φωτίζονται από την αλχημική ευφυΐα αυτού του σπουδαίου συγγραφέα. Σε τούτο το βιβλίο, ένα βιβλίο εξόχως προσωπικό και ακριβώς για αυτό ακατάτακτο, αναδεικνύονται όλες οι αστραφτερές αρετές του, η αντισυμβατική και αναλυτική του ματιά, η αφηγηματική και δοκιμιακή του δεινότητα, η ανθρωπιστική και κριτική του εγρήγορση. Ο Δρόμος του Σαν Τζοβάνι λειτουργεί, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Τσέζαρε Γκάρμπολι στο επίμετρο της έκδοσης, ως μια «μεταφορά» για ολόκληρη τη λογοτεχνία του Ίταλο Καλβίνο.
«Βρισκόμασταν στην εσχατιά του θεάτρου στρατιωτικών επιχειρήσεων της ιταλικής Αντίστασης, χωρίς φυσικούς πόρους, συμμαχική βοήθεια και ισχυρούς πολιτικούς ηγέτες· ήταν, όμως, μια από τις εστίες του πιο σφοδρού και αμείλικτου αγώνα καθ’ όλη τη διάρκεια των είκοσι μηνών, και από τις περιοχές που είχαν τις μεγαλύτερες απώλειες. Μου ήταν πάντα δύσκολο να διηγούμαι σε πρώτο πρόσωπο τις αναμνήσεις μου από το αντάρτικο. Θα μπορούσα να το κάνω σύμφωνα με διάφορα αφηγηματικά κλειδιά, εξίσου αληθινά όλα: από το να ανακαλώ τη συγκίνησή μου για τις σχέσεις που διακυβεύονταν, για τους κινδύνους, τις αγωνίες, τις αποφάσεις, τους θανάτους, μέχρι αντιθέτως να επικεντρωθώ στην ηρωικοκωμική αφήγηση των αβεβαιοτήτων, των λαθών, των αντιξοοτήτων και των περιπετειών που αντιμετώπιζε ένας νεαρός αστός, πολιτικά άπειρος και χωρίς καμία εμπειρία ζωής, ο οποίος μέχρι τότε ζούσε με την οικογένειά του».
Ίταλο Καλβίνο
Ο Ίταλο Καλβίνο (1923-1985) γεννήθηκε στην Κούβα, αλλά σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε με τους γονείς του στην Ιταλία. Το 1943 προσχωρεί στους παρτιζάνους της ιταλικής αντίστασης. Πρωτοεμφανίστηκε στα ιταλικά γράμματα το 1947 με το μυθιστόρημα "Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές" με θέμα την Αντίσταση, θέμα που πραγματεύεται και στο επόμενο βιβλίο του, μια συλλογή από διηγήματα με γενικό τίτλο "Τελευταίο έρχεται το κοράκι". Ακολουθεί η τριλογία που τον έκανε διάσημο, τρία σύντομα μυθιστορήματα που συνθέτουν τον κύκλο "Οι πρόγονοί μας: Ο διχασμένος υποκόμης", "Ο αναρριχώμενος βαρόνος" και "Ο ανύπαρκτος ιππότης". Ακολουθεί, το 1956, μια συλλογή ιταλικών λαϊκών παραμυθιών που μετέγραψε ο συγγραφέας με τον τίτλο "Ιταλικοί μύθοι", ενώ δυο χρόνια αργότερα εκδίδει τα "Διηγήματα", συλλογή που περιέχει και την πολύ γνωστή ενότητα διηγημάτων "Οι δύσκολοι έρωτες". Ακολουθούν δύο σύντομα μυθιστορήματα, το "Μαρκοβάλντο ή οι εποχές στην πόλη" και το "Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου" (1963) που ολοκληρώνουν τη "νεορεαλιστική" του φάση. Το 1965 και το 1967 εκδίδει δύο συλλογές "φανταστικών" διηγημάτων με τίτλους "Τα κοσμοκωμικά" και "Ταυ με μηδέν", ενώ το 1969 εκπλήσσει όλο τον κόσμο με το "Κάστρο των διασταυρωμένων πεπρωμένων". Ακολουθούν τα έργα "Οι αόρατες πόλεις" (1972), "Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης" (1979) και "Πάλομαρ" (1983). Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν τα έργα "Κάτω απ' τον ιαγουάρο ήλιο", "Σχετικά με το παραμύθι" (δοκίμιο), "Αμερικανικά μαθήματα" (δοκίμιο), "Ο δρόμος του Σαν Τζιοβάνι", "Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς" (δοκίμιο) και "Πριν να πεις "εμπρός"".