Ὁ ψαλμικὸς στίχος 21,7 (Μετάφραση Ο΄) τοῦ Ψαλτηρίου τῆς Π.Δ. ἑρμηνεύεται εἴτε ὡς φράση ποὺ ὑποδηλώνει τὴν ὕπαρξη αἰσθήματος χαμηλῆς αὐτοεκτίμησης λόγω βιούμενης κοινωνικῆς ταπείνωσης, εἴτε ὡς φράση ποὺ ὑποδηλώνει αὐτομεμψία καὶ αὐτοταπείνωση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ στὸ πλαίσιο βαθιᾶς μετάνοιας. Στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική μας Παράδοση ὁ στίχος αὐτὸς ἑρμηνεύεται κυρίως χριστολογικά. Εἰδικότερα, ὁ ταπεινὸς καὶ καταφρονημένος σκώληξ τοῦ ψαλμικοῦ στίχου προτυπώνει τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος ὑπέφερε, ταπεινώθηκε, περιφρονήθηκε καὶ ἐξουθενώθηκε γιὰ τὴν ἀνθρώπινη σωτηρία.
Παρατίθεται ἐπίσης διαφορετικὴ (ὄχι Πατερικὴ) τυπολογικὴ ἑρμηνεία, ἡ ὁποία προκύπτει ἀπὸ τὴ μελέτη τοῦ ἀντίστοιχου ψαλμικοῦ στίχου τοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου / Ε.Κ. [δηλαδὴ τοῦ 22,6] καὶ ἐπιβεβαιώνει τὴν προφητικὴ ἀξία ὁλόκληρου τοῦ Ψαλμοῦ 21 [22 Ε.Κ.] μὲ διαφορετικὸ τρόπο. Ἡ ἑρμηνευτικὴ αὐτὴ προσέγγιση βασίζεται στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἑβραϊκὴ λέξη «ṯōlā‘», ποὺ σημαίνει «σκουλήκι», ὑποδηλώνει τὸ κοκκοειδὲς ἔντομο Coccus ilicis (γνωστὸ καὶ ὡς «κόκκινο σκουλήκι»).
Ἀπὸ ἰατρικῆς καὶ ψυχολογικῆς πλευρᾶς, ὁ ψαλμικὸς στίχος 21,7 μπορεῖ νὰ ὑποδηλώνει τὴν ὕπαρξη αἰσθήματος χαμηλῆς αὐτοεκτίμησης, αὐτοαπαξίωσης καὶ αὐτοαπόρριψης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο ἀναπτύχθηκε στὴν ψυχὴ τοῦ βασιλέα Δαβίδ λόγω διάφορων ψυχοπιεστικῶν γεγονότων, ἐνοχικῆς ἐπίδρασης ἁμαρτωλῶν πράξεων ποὺ ὁ ἴδιος διέπραξε στὴ ζωή του, ἢ τῆς κοινωνικῆς ταπείνωσης, περιφρόνησης καὶ ἀπόρριψης ποὺ βίωσε ἀπὸ τὸ περιβάλλον του. Δὲν ἀποκλείεται μάλιστα ὁ Δαβὶδ νὰ ἔπασχε ἀπὸ τὴν παροδικοῦ χαρακτῆρα «Διαταραχὴ προσαρμογῆς μὲ μικτὰ ἀγχώδη καὶ καταθλιπτικὰ συμπτώματα», ἡ ὁποία ἐμφανιζόταν μόνο σὲ στρεσογόνες περιόδους τῆς ζωῆς του. Ὁ ψαλμικὸς στίχος 21,7 μπορεῖ ὅμως νὰ ὑποδηλώνει καὶ αὐτοταπείνωση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἕνα βίωμα ποὺ ἀναπτύχθηκε στὴν ψυχὴ τοῦ ψαλμωδοῦ στὸ πλαίσιο κυρίως τῆς αὐτογνωσίας καὶ αὐτοδιαχείρισης τῶν ἐπώδυνων συναισθημάτων του (ἀνεπτυγμένη συναισθηματικὴ νοημοσύνη). Ἡ εἰκόνα τοῦ ἀδύναμου, τρωτοῦ καὶ ἀσήμαντου στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων σκουληκιοῦ ποὺ δρᾶ ὅμως ταπεινὰ καὶ μεταμορφωτικὰ στὸ περιβάλλον ποὺ ζεῖ, παραπέμπει στὴν εἰκόνα τοῦ ψυχοσωματικὰ ἐξασθενημένου καὶ ἐξουθενωμένου ἀπὸ τὰ φρικτὰ Πάθη ταπεινοῦ Χριστοῦ, ποὺ μὲ τὴ ζωοποιό του δύναμη μεταμόρφωσε τὸν θάνατο σὲ αἰώνια ζωή, φέρνοντας τὴν ἀναγέννηση καὶ τὴ σωτηρία στὸν κόσμο.
Τέλος, ἡ ταπείνωση (ταπεινότητα) ἀποτελεῖ ἀρετὴ ὕψιστης ἀξίας καὶ σημασίας ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει πρακτικὲς ἐφαρμογὲς σὲ διάφορα πεδία τῆς σύγχρονης ἀνθρώπινης δραστηριότητας. Στὴ σύγχρονη ἐποχή, ἐποχὴ τοῦ ἀτομικισμοῦ, τῆς ἀλαζονείας, τῆς ὑπερηφάνειας καὶ τῆς προσωπικῆς προβολῆς, ἡ καλλιέργεια καὶ ἡ βίωση τῆς ταπεινοφροσύνης εἴτε ὡς πνευματικὴ ἀρετὴ εἴτε ὡς «μεσότητα» μεταξὺ τῆς ἀλαζονείας καὶ τῆς αὐτοϋποτίμησης ἀποδεικνύεται ἐξαιρετικὰ ἀπαραίτητη γιὰ ὅλους, ἰδιαίτερα δὲ γιὰ τοὺς ἐπιστήμονες, τοὺς ἐκπαιδευτικούς, τὴν οἰκογένεια (γονεῖς-σύζυγοι καὶ παιδιὰ) καὶ τοὺς ἡγέτες (πολιτικούς, θρησκευτικοὺς καὶ στρατιωτικοὺς) κάθε χώρας.