Αµερικανικό πολιτικό σύστηµα και εξωτερική πολιτική

1945-2002
Συγγραφέας : Παπασωτηρίου, Χαράλαμπος
Εκδότης : Ποιότητα
Έτος έκδοσης : 2002
ISBN : 978-960-7803-22-1
Σελίδες : 446
Σχήμα : 17x24
Κατηγορίες : Πολιτική - Αμερική

27.00 € 19.98 €




Σκοπός του παρόντος βιβλίου είναι να παρουσιάσει τις κεντρικές εξελίξεις στο πολιτικό σύστημα και στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ από το 1945 μέχρι το 2002. Αντλεί από τη μεγάλη βιβλιογραφία τριών επιστημών, της πολιτικής επιστήμης, των διεθνών σχέσεων και της ιστορίας, παραθέτοντας τα σημαντικότερα πορίσματά τους σε μία σύνθεση που αντικατοπτρίζει τις αντιλήψεις του συγγραφέα.
Στόχος της έκδοσης είναι ο αναγνώστης να αποκομίσει:
α) Μία συνολική εικόνα της πολιτικής εξέλιξης των ΗΠΑ από το 1945 μέχρι το 2002.
β) Μία σφαιρική γνώση για τη λειτουργία του αμερικανικού πολιτικού συστήματος.
γ) Μία ανάλυση για της μεταπολεμικής διεθνούς πολιτικής από τη σκοπιά της σημαντικότερης δύναμης της εποχής.
Περιεχόμενα:

 

ΜΕΡΟΣ Ι
ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ: Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟ 1945 ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1960
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟ 1945
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. ΟΙ ΔΟΜΕΣ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΦΡΑΝΚΛΙΝ ΡΟΥΖΒΕΛΤ
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. ΟΙ ΗΠΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ: ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ, 1945-9
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. ΤΡΙΓΜΟΙ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΡΧΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΤΩΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΩΝ, 1945-8
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. H ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΆΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗ, 1945-53
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7. ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ ΚΑΙ ΜΑΚΑΡΘΙΣΜΟΣ
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8. H ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΧΕΣΗΣ, 1947-60
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9. H ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΩΝ ΗΠΑ ΣΤΟΝ ΤΡΙΤΟ ΚΟΣΜΟ, 1950-60
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10. ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Η ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΑΪΖΕΝΧΑΟΥΕΡ
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11. Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1950
ΜΕΡΟΣ ΙΙ
ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΙΑΤΑΞΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ: 1960-80
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12. H ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΤΟΥ ΤΖΟΝ Φ. ΚΕΝΕΝΤΙ
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13. Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΕΝΕΝΤΙ
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14. Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΘΕΤΗΜΕΝΟΥ ΦΥΛΕΤΙΚΟΥ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΝΟΤΟ, 1960-5
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15. Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΤΖΟΝΣΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16. Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΩΝ ΗΠΑ ΣΤΟ ΒΙΕΤΝΑΜ, 1964-8
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17. Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, 1965-8
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18. Ο ΝΙΞΟΝ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΠΑ
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19. Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΝΙΞΟΝ
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20. ΟΙ ΑΔΥΝΑΜΕΣ ΠΡΟΕΔΡΙΕΣ ΦΟΡΝΤ ΚΑΙ ΚΑΡΤΕΡ: ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21. ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΗΠΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1970
ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ
ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ ΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΝΕΑ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ: Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: 1980-92
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22. «Η ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ» ΤΟΥ ΡΕΙΓΚΑΝ
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23. Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΡΕΙΓΚΑΝ
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΨΥΧΡΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
ΜΕΡΟΣ ΙV
Η ΜΕΤΑΨΥΧΡΟΠΟΛΕΜΙΚΗ ΕΠΟΧΗ: 1992-2002
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25. Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΗΠΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΚΛΙΝΤΟΝ
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26. ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΩΝ ΗΠΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1990
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27. Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΤΕΡΟΥ ΜΠΟΥΣ
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28. ΟΙ ΗΠΑ ΣΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ


Κριτικές:

Το έργο του καθηγητή Στρατηγικών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστηµίου Χαράλαµπου Παπασωτηρίου, αποτελεί ένα σηµαντικό εφαλτήριο πάνω στην επιστηµονική έρευνα των θεµάτων που άπτονται στο ευρύτερο πολιτικό σύστηµα και την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ κατά το δεύτερο ήµιση του 20ού αιώνα. Ο πρωταρχικός σκοπός του συγγραφέα, συνοψίζεται όχι στην απλή παράθεση γεγονότων και εξελίξεων αλλά στην ανάλυση όλων των ασκούµενων εσωτερικών και εξωτερικών πολιτικών των ΗΠΑ. Από την άλλη, η επίτευξη του επιστηµονικού στόχου, αφορά στο πεδίο κάλυψης επιστηµονικών κενών που σχετίζονται µε τον τοµέα των Αµερικανικών Σπουδών.
Στα δυο πρώτα µέρη του βιβλίου, ο συγγραφέας παρουσιάζει τη µορφή και τη δοµή του µεταπολεµικού πολιτικού συστήµατος των ΗΠΑ, το οποίο διαµορφώνεται ανάλογα µε τα διεθνή πολιτικά γεγονότα, τη σοβιετική παρουσία και απειλή αλλά και το ενδιαφέρον των πρώτων για τον ευρύτερο χώρο του Τρίτου Κόσµου. Η ανάλυση της πολιτικής παρουσίας του John F. Kenedy αλλά και των υπολοίπων πολιτικών εξελίξεων µετά τη δολοφονία του έως το 1970 είναι ουσιαστική και δίνει µια σαφή µεταψυχροπολεµική πολιτική εικόνα των ΗΠΑ.
Στο τρίτο και τέταρτο µέρος ο συγγραφέας περιγράφει και αναλύει τη συντηρητική αµερικανική στροφή στις αρχές του 1980, ενώ συνεχίζει µε την αποκρυπτογράφηση των πτυχών που σκιαγράφησαν τις προεδρίες Κλίντον – Μπους (νεοτέρου), υπό το πρίσµα των νέων διεθνών εξελίξεων, της παγκοσµιοποίησης αλλά και των ζητηµάτων ασφάλειας. Σύµφωνα µε τη γενική συµπερασµατολογία, ο ιστορικός κύκλος της αµερικανικής πρωτοκαθεδρίας θα διατηρηθεί για αρκετές δεκαετίες ακόµα, εφόσον η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Κίνα παραµείνουν οικονοµικά και αµυντικά στάσιµες. Όµως η τύχη του κόσµου δεν µπορεί να ανήκει για πάντα στις ΗΠΑ, δεδοµένου ότι παράµετροι, όπως λ.χ. η άνιση ανάπτυξη και οι οικουµενικές συνέπειές της, είναι µία από τις σηµαντικές συνιστώσες καθορισµού της ανόδου και της πτώσης όλων των µεγάλων δυνάµεων.

Αθανάσιος Στραβοσκούφης, Ινστιτούτο Αμυντικών Αναλύσεων

Η επικράτηση του πολιτικού ρεαλισµού στα πρώτα χρόνια µετά το Β’ ΠΠ δηµιούργησε την εντύπωση ότι η ανάλυση της εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών σχέσεων έπρεπε να λαµβάνει χώρα µόνο στο επίπεδο του διεθνούς συστήµατος. Μία σειρά από γεγονότα στη δεκαετία του 1960, και κυρίως όπως θα δούµε εν συνεχεία η εµπλοκή των ΗΠΑ στο Βιετνάµ, άλλαξαν σηµαντικά τα θεωρητικά διεθνολογικά δεδοµένα, µετατοπίζοντας όλο και περισσότερο τον αναλυτικό προβολέα προς το επίπεδο του πολιτικού συστήµατος και γενικότερα της εσωτερικής διάστασης της κρατικής συµπεριφοράς και ισχύος. Το κράτος έπαψε έκτοτε να αποτελεί το µαύρο κουτί της διεθνολογικής θεωρίας και ανάλυσης και να εκλαµβάνεται έτσι ως κάτι το απόλυτα οµοιογενές και ενιαίο, χωρίς δηλαδή ιδιαίτερο πολιτικό περιεχόµενο, µε αποτέλεσµα η αρκετά παραγκωνισµένη µέχρι τότε θεωρία της εξωτερικής πολιτικής να αναπτυχθεί µε ταχύτατους ρυθµούς και να αποκτήσει ένα σώµα επιστηµονικών προτάσεων και αξιωµάτων τόσο σηµαντικό, ώστε να κατέχει σήµερα µία πολύ εξέχουσα θέση στις Διεθνείς Σπουδές. Προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να πούµε ότι πολύ µεγάλη ώθηση έδωσε δίχως αµφιβολία και η καντιανής προέλευσης θεωρία της δηµοκρατικής ειρήνης, στα πλαίσια του Παραδείγµατος του φιλελεύθερου ιδεαλισµού, η οποία εξ αρχής προσέδωσε σηµασία στο εσωτερικό υπόβαθρο της εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών σχέσεων εν γένει. Το κεντρικό αξίωµα της θεωρίας της δηµοκρατικής ειρήνης ότι τα “δηµοκρατικά κράτη δεν πολεµούν µεταξύ τους” είναι το βασικό αν µη τι άλλο πεδίο συνάρτησης πολιτικού συστήµατος και εξωτερικής πολιτικής.
Το τελευταίο βιβλίο του Χ. Παπασωτηρίου για το αµερικανικό πολιτικό σύστηµα και την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ από το τέλος του Β’ ΠΠ µέχρι και σήµερα έρχεται να ενταχθεί σε αυτή τη µεγάλη και σηµαντική επιστηµονική και θεωρητική παράδοση, προσφέροντας ένα πολύ χρήσιµο από παιδαγωγική και ακαδηµαϊκή άποψη επιστηµονικό προϊόν για τον ηγεµονικό ρόλο των ΗΠΑ στο µεταπολεµικό κόσµο. Για όσους έχουν µία ιδιαίτερη σχέση µε τις Πολιτικές Επιστήµες είναι πλέον ηλίου φαεινότερο ότι δεν µπορεί να σταθεί διεθνολογική µελέτη και προσέγγιση χωρίς το κατάλληλο πολιτικό υπόβαθρο. Οι κλάδοι της Πολιτικής Επιστήµης και των Διεθνών Σχέσεων τα τελευταία χρόνια, κάτι που αντανακλάται και σε θεσµικό επίπεδο, στα πλαίσια των συναφών πανεπιστηµιακών curriculum, αποτελούν κοινό πεδίο ανάλυσης της πολιτικής σε εσωτερικό και εξωτερικό επίπεδο. Ο ένας επιστηµονικός κλάδος συµπληρώνει τον άλλο, δίνοντας στο αντικείµενο της πολιτικής-διεθνολογικής ανάλυσης µία σφαιρική διάσταση, απαλλάσσοντάς το έτσι από τις όποιες επιστηµολογικές µονοµέρειες του παρελθόντος.
Η νέα θεωρητική και µεθοδολογική πραγµατικότητα και ως εκ τούτου η άµεση συνάρτηση πολιτικής και διεθνολογικής ανάλυσης είναι εµφανής στην ίδια τη δοµή του βιβλίου. Πριν από κάθε κεφάλαιο για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ προτάσσεται ένα κεφάλαιο στο οποίο αναλύεται διεξοδικά το αµερικανικό πολιτικό σύστηµα και οι όποιες επιδράσεις του, θετικές ή αρνητικές, στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και στην άσκηση της αµερικανικής εξωτερικής πολιτικής την αντίστοιχη περίοδο. Από το Φ. Ρούζβελτ έως το νεότερο Μπους η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ ήταν πάντα στενά συνδεδεµένη µε τις εξελίξεις στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο. Η πρωτοτυπία του βιβλίου και η προσφορά του στην περαιτέρω ενδυνάµωση των σχέσων µεταξύ πολιτικής και διεθνολογικής ανάλυσης έγκειται στο γεγονός ότι, µε αφορµή την περίπτωση µελέτης των ΗΠΑ, αναµφίβολα την πιο ενδεικτική και χαρακτηριστική, µάς βοηθάει όχι απλώς να δούµε την ηγεµονία των ΗΠΑ µετά το 1945 µέσα από µία άλλη οπτική γωνία, αλλά να συνειδητοποιήσουµε ότι η δοµική προσέγγιση του νεορεαλισµού, παρά τα προφανή πλεονεκτήµατά της στη µελέτη, κυρίως, της αναδιανοµής της παγκόσµιας ισχύος, δεν είναι απόλυτα ισορροπηµένη, στο βαθµό που δεν εξετάζει και την παράµετρο του πολιτικού συστήµατος.
Η περίπτωση των ΗΠΑ (case study) είναι αναντίλεκτα ο καλύτερος τρόπος για να αποδείξει κανείς τη στενή σχέση πολιτικού συστήµατος και εξωτερικής πολιτικής. Όπως πολύ εύστοχα επισηµαίνει ο Χ. Παπασωτηρίου στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου του οι ΗΠΑ είναι µία ετερόµορφη χώρα ηπειρωτικών διαστάσεων, η εσωτερική πολιτική και το πολιτικό σύστηµα της οποίας σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα περιστράφηκαν γύρω από µία σειρά ποικίλων, έντονων και πολύ κρίσιµων για τη συνοχή του κράτους και της διεθνούς στρατιωτικής του ισχύος διαχωριστικών γραµµών, που θα ήταν εσφαλµένο και ιστορικά παράδοξο να προσποιηθούµε ότι δεν επηρέασαν σηµαντικά και καταλυτικά την εξωτερική της πολιτική.
Το σχίσµα Βορρά-Νότου, που ως ιστορικό απωθηµένο του έχει τον Αµερικανικό Εµφύλιο Πόλεµο (1861-1865), τον πρώτο πραγµατικό νεοτερικό πόλεµο, η διαχωριστική γραµµή χρηµατιστών και αγωνιζόµενων αγροτών και µικροµεσαίων, η οποία δείχνει την ακριβή καπιταλιστική υποδοµή αλλά και την πολιτική γεωγραφία της χώρας, η συναφής αντιπαράθεση µεταξύ εργοδοτών και εργατών, που επεκτείνει την παραπάνω σχέση και φέρνει µε το New Deal (κοινωνικό κράτος ή κράτος πρόνοιας) την ταξική αντιπαράθεση στην καρδιά του αµερικανικού κράτους και του πολιτικού συστήµατος, η κρίσιµη µάχη των µεταρρυθµιστών έναντι των πελατειακών µηχανισµών, η βαθιά ρατσιστική γραµµή ανάµεσα στους λευκούς προτεστάντες και στους µαύρους µετανάστες, που απεικόνιζε το σηµαντικό πρόβληµα εθνικής οµογενοποίησης και ολοκλήρωσης των ΗΠΑ, που λύθηκε εν µέρει µέσα από την έξαρση του εθνικού πατριωτισµού που προκάλεσε ο Β’ ΠΠ, και, τέλος, η πολιτική-κοµµατική αντιπαράθεση µεταξύ συντηρητικών και κεντροαριστερών φιλελεύθερων (liberals), δηλαδή των δύο κύριων ιδεολογικών ρευµάτων των ΗΠΑ, όλα αυτά µαζί συντελούν στην ύπαρξη ενός πολιτικού συστήµατος µε πολλές κρίσιµες αν µη τι άλλο µεταβλητές, που η ιστορική και θεσµική παρουσία του στη διαµόρφωση και στην άσκηση της αµερικανικής εξωτερικής πολιτικής πρέπει να θεωρείται κάτι περισσότερο από καθοριστική.
Οι ετερόµορφες ΗΠΑ κινούνται επάνω σε δύο πολιτικά ισοζύγια ισχύος, τα οποία απεικονίζουν την πολιτειακή φύση του αµερικανικού κράτους και κατ’ επέκταση την ίδια τη φύση της πολιτικής διαδικασίας στην αµερικανική ήπειρο. Πρώτον, το πολίτευµα των ΗΠΑ είναι οµοσπονδιακό. Το εν λόγω σύστηµα είναι από τη φύση του αποκεντρωτικό, µε αποτέλεσµα, βοηθούσης και της αµερικανικής ετεροµορφίας και ιδιοµορφίας, µε τις πολλές τοπικές υπο-κοινωνίες, αρκετές ουσιαστικές εξουσίες να είναι µεταβιβασµένες στο επίπεδο των Πολιτειών. Δεύτερον, στα πλαίσια της οµοσπονδιακής κυβέρνησης, που όσο πουθενά αλλού βασίζεται στον τριµερή φιλελεύθερο διαχωρισµό των εξουσιών σε εκτελεστική, νοµοθετική και δικαστική εξουσία (ο λοκιανός φιλελευθερισµός), µε πολύ αναπτυγµένο το σύστηµα των checks and balances, συντελέσθηκε µεταπολεµικά, κυρίως ως αποτέλεσµα της πολιτικής του New Deal και της πολεµικής οικονοµίας στη διάρκεια του B’ ΠΠ, µία σαφής µετατόπιση του κέντρου βάρους του οµοσπονδιακού συστήµατος προς την εκτελεστική εξουσία, που ωστόσο, σταδιακά, αντισταθµίστηκε από ορισµένους σηµαντικούς νόµους, οι οποίο έδιναν στο αµερικανικό Κογκρέσο (Γερουσία και Βουλή των Αντιπροσώπων) µία σηµαντική δυνατότητα ελέγχου της απεριόριστης εξουσίας του αµερικανού Προέδρου και της κυβέρνησης του. Αν θέλει συνεπώς να µελετήσει κανείς την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ µεταπολεµικά πρέπει πρώτα να λάβει σοβαρά υπόψη του τις παραπάνω παραµέτρους, αλλιώς δεν θα µπορέσει να κατανοήσει πλήρως και να ερµηνεύσει ορθά τις ιδεολογικές και στρατηγικές της διακυµάνσεις. Από αυτή την άποψη η επιλογή του Χ. Παπασωτηρίου κρίνεται απόλυτα σωστή, µεθοδολογικά σκόπιµη και ως εκ τούτου πολύ χρήσιµη για τη σύσφιξη των σχέσεων Πολιτικής Επιστήµης και Διεθνών Σχέσεων.
Για να προσεγγίσουµε σωστά την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ πρέπει πρώτιστα να καταλάβουµε ότι το αµερικανικό πολιτικό σύστηµα κινήθηκε ανάµεσα σε δύο βασικές ιδεολογικο-πολιτικές πλατφόρµες ή συµµαχίες, που διαπέρασαν κάθε δηµόσια πολιτική µετά το B’ ΠΠ:η αντιπαράθεση (πάντα βέβαια στα πλαίσια της φιλελεύθερης συναίνεσης όπως έδειξε ο Louis Hartz) ανάµεσα στη δεξιά συντηρητική ρεπουµπλικανική συµµαχία και στην κεντροαριστερή φιλελεύθερη δηµοκρατική συµµαχία προσδιόρισε καταλυτικά κάθε άλλη διαχωριστική γραµµή, προσδίδοντας στην αµερικανική εξωτερική πολιτική έναν αρκετά σαφή ιδεολογικό προσανατολισµό, που σήµερα χαρακτηρίζει πλέον ανοικτά τις πολιτικές επιλογές και λύσεις επί των διεθνών σχέσεων των δύο µεγάλων πολιτικών σχηµατισµών των ΗΠΑ, του Ρεπουµπλικανικού και του Δηµοκρατικού Κόµµατος. Έτσι και µε τη διευκρίνηση ότι ο επεµβατισµός υπήρξε από καταβολής αµερικανικού κράτους το συστατικό στοιχείο της αµερικανικής εθνογένεσης (επέκταση στο δυτικό ηµισφαίριο), µπορούµε να πούµε ότι η κεντροαριστερή φιλελεύθερη συµµαχία δίνει πάντα µία έµφαση στην ιδεαλιστική άσκηση της στρατιωτικής ισχύος, µε εξαιρετικά έντονο το στοιχείο της ιδεολογικής σταυροφορίας, ενώ η συντηρητική συµµαχία έχει µία πιο καθαρή ρεαλιστική πολιτική, µε έντονο το πατριωτικό ή εθνικιστικό στοιχείο. Η παρούσα τυποποίηση, όπως επισηµαίνει ο Χ. Παπασωτηρίου, είναι σχηµατική και από άποψη µεθοδολογική χρηστική, παρά όλα αυτά µάς βοηθάει να προσεγγίσουµε την εξωτερική πολιτική και την υψηλή στρατηγική των ΗΠΑ µεταπολεµικά, µε βάση τις ιδεολογικές όψεις του πολιτικού συστήµατος. Αυτό σηµαίνει ότι µελετώντας κανείς τις οικονοµικές και κοινωνικές εξελίξεις στις ΗΠΑ στην πεντηκονταετία 1945-2002 θα βρει πολλές αντιφάσεις που δεν χωράνε στο παραπάνω σχήµα, ωστόσο αποτελούν µέρος της ιδιαιτερότητας του αµερικανικού πολιτικού συστήµατος, που διαφέρει σηµαντικά από το ευρωπαϊκό πολιτικό οικοδόµηµα. Το γεγονός για παράδειγµα ότι η συντηρητική πλευρά του αµερικανικού πολιτικού συστήµατος ευαγγελίζεται µία φιλελεύθερη φιλοσοφία στα οικονοµικά ζητήµατα (ελάχιστο κράτος) και η δηµοκρατική µία παρεµβατική οικονοµία µε ιδεότυπο θα λέγαµε την πολιτική του New Deal και της Great Society δείχνει ότι στις ΗΠΑ υπάρχει από την ιστορική διαδροµή και µοναδικότητα της χώρας ένα βασικό πεδίο αντιπαράθεσης ή ορθότερα ένα σταθερό πολιτικό επίπεδο, πάνω από το οποίο οι τυπικές διαχωριστικές γραµµές της Ευρώπης δεν υφίστανται.
Το υψηλό στρατηγικό δόγµα της κεντροαριστερής φιλελεύθερης συµµαχίας ήταν το δόγµα της γεωπολιτικής κοµµουνιστικής ανάσχεσης. Ακόµη και ο John F.Kennedy, που θεωρείται ο ιδεότυπος του κεντροαριστερού φιλελεύθερου Προέδρου, υπήρξε ένας πολιτικός που προσάρµοσε το θεσµικό τµήµα του πολιτικού συστήµατος που αφορούσε την αµερικανική εξωτερική πολιτική στη µακαρθρική νοµοτέλ εια της βίαιης εξόντωσης κάθε ίχνους κοµµουνιστικής επέκτασης ή αναδίπλωσης σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Το δόγµα του Kennan για τη σοβιετική ανάσχεση απόκτησε µίαιδεολογική και ιδεαλιστική υπόσταση, έγινε ένα αξίωµα ιδεολογικής σταυροφορίας, το οποίο οδήγησε, µαθηµατικά, τις ΗΠΑ στο αποτυχηµένο π ολεµικό εγχείρηµα του Βιετνάµ. Το Βιετνάµ µε την τροµερή επίδραση που είχε στην αµερικανική κοινωνία των πολιτών έφερε για πρώτη φορά στο προσκήνιο της εξωτερικής πολιτικής την παράµετρο της “λαϊκής βούλησης”. Το πολιτικό σύστηµα δεν ήταν µόνο η κυβέρνηση και ο Πρόεδρος άλλα µία σειρά από θεσµούς και διαδικασίες, που το πλαίσιο νοµιµοποίησής τους ήταν η λαϊκή κυριαρχία. Η στρατηγική στροφή του Nixon, παρά το Ουάτεργκέϊτ, προς την Κίνα και η µετατόπιση της υψηλής στρατηγικής των ΗΠΑ στο επίπεδο της έµµεσης προσέγγισης, υπήρξε η µεγάλη στιγµή της συντηρητικής συµµαχίας στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Η πολιτική του Ronald Reagan, που τώρα πλέον αποτιµάται σωστά, και παρά τις όποιες δραµατικές εκφράσεις της στα µαλακά ύφαλα των ΗΠΑ (επεµβάσεις στο δυτικό ηµισφαίριο), υπήρξε το ύστατο σκέλος αυτής της “νέας” αµερικανικής στρατηγικής, που συνέβαλε καταλυτικά στο τέλος του Ψυχρού Πολέµου και στον περαιτέρω εκδηµοκρατισµό του κόσµου. Το συµπέρασµα που αποκοµίζει κανείς διαβάζοντας αυτή τη σοβαρή εργασία του Χ. Παπασωτηρίου είναι ότι ο R. Reagan διέλυσε στην κυριολεξία τo Σοβιετικό Imperium όχι µε την ισχύ των όπλων (περιφερειακή κοµµουνιστική ανάσχεση), αλλά µε τα όπλα της ισχύος, του πραγµατικού ρεαλισµού και της πολιτικής µετριοπάθειας. Με αυτό τον τρόπο ο Αµερικανός Πρόεδρος, που στην εποχή του είχε γίνει πολλές φορές αντικείµενο χλευασµού για τη δήθεν αφελή πολιτική φιλοσοφία του, πρόσφερε, περισσότερο από το διακηρυκτικό ιδεαλισµό των δηµοκρατικών, ένα µοναδικό “παράθυρο ευκαιρίας” στους ανθρώπους της Ανατολικής Ευρώπης, και όχι µόνο, ώστε να διεκδικήσουν µέσα από τα ορατά οφέλη της δυτικής φιλελεύθερης δηµοκρατίας µία καλύτερη ζωή. Το σηµαντικό στην περίπτωση του Reagan είναι ότι η πολιτική του µετριοπάθεια εκφράστηκε πρώτιστα µέσα στο ίδιο το αµερικανικό πολιτικό σύστηµα µε την αφύπνιση της παράδοσης και των συντηρητικών στοιχείων της αµερικάνικης κοινωνίας, που στα χρόνια της δηµοκρατικής συµµαχίας είχε γνωρίσει σηµαντικές κοινωνικές κρίσεις. Τη “συντηρητική επανάσταση” ο R. Reagan δεν την εξαργύρωσε στο βωµό ενός στενού και αδιέξοδου αµερικανικού εθνικισµού, αλλά στη στρατηγική και µακροπρόθεσµη διαχείριση του τέλους της detente, προς όφελος όλου του κόσµου που ήθελε πλέον να κινηθεί προς την ελεύθερη αγορά και την πολιτική δηµοκρατία. Από αυτή την έννοια αποδείχτηκε, χωρίς να το επιδιώξει ποτέ, περισσότερο ιδεαλιστής από πολλούς Αµερικανούς Προέδρους που έχυναν κροκοδείλια δάκρυα στη θέα διαλυµένων κρατών από τη φτώχεια και τις εµφύλιες συρράξεις.
Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου ο Χ. Παπασωτηρίου επιχειρεί να διαγράψει τη θέση των ΗΠΑ στον 21ο αιώνα. Τρεις είναι οι άξονες αυτής της προσέγγισης:πρώτον, η διεθνής ισλαµική τροµοκρατία. Η ισλαµική τροµοκρατία, για την οποία δε θεωρεί και πολύ άµοιρους τους Αµερικανούς, στο βαθµό που οι ρίζες της ανιχνεύονται στον πόλεµο του Αφγανιστάν, στον οποίο οι ΗΠΑ έδωσαν γη και ύδωρ στους Μουτζαχεντίν, ώστε να φέρουν τη Σοβιετική Ένωση στα πρόθυρα της κατάρρευσης, αποτελεί µία πάρα πολύ επικίνδυνη εξω-συστηµική απειλή για το βεστφαλιανό σύστηµα των κυρίαρχων κρατών. Η επίλυση του προβλήµατος της διεθνούς ισλαµικής τροµοκρατίας, σύµφωνα µε το Χ. Παπασωτηρίου, περνάει µέσα από την επίλυση του Παλαιστινιακού Ζητήµατος και από την εµπλοκή των ΗΠΑ σε πολυµερείς διεργασίες, για την από κοινού µε τον υπόλοιπο κόσµο αντιµετώπιση των προβληµάτων που µαστίζουν τη διεθνή κοινωνία σήµερα.
Δεύτερον, το νέο οικονοµικό σύστηµα. Στο βαθµό που οι ΗΠΑ θα συνεχίζουν να µοιράζουν οικονοµικά και κατ’ επέκταση πολιτικά οφέλη στην ηγεµονική τους σφαίρα, θα έχουν την έξωθεν καλή µαρτυρία και θα µπορούν έτσι να επιβάλλουν πιο εύκολα τους όρους µίας ηγεµονικής σταθερότητας. Τρίτον και πιο σηµαντικό, µετά την κατάρρευση του διπολισµού και του Ψυχρού Πολέµου σε αντίθεση από ότι πίστευαν πολλοί επιφανείς διεθνολόγοι, κάτι βέβαια που αποτέλεσε ιστορικό νόµο τα τελευταία τριακόσια χρόνια στο διεθνές σύστηµα, δε φαίνεται στον άµεσο ορίζοντα κάποια αντισυσπείρωση εναντίον των ΗΠΑ. Τρεις είναι οι λόγοι που δικαιολογούν για το συγγραφέα αυτή την έλλειψη της ηγεµονικής αντισυσπείρωσης, καθυστερώντας για τις πρώτες τουλάχιστον δεκαετίες του 21ου αιώνα την επαλήθευση του επιχειρήµατος του Paul Kennedy για την άνοδο και την πτώση των Μεγάλων Δυνάµεων:η “στρατηγική θαλπωρή” που απολαµβάνει η ΕΕ στα πλαίσια της Ατλαντικής Συµµαχίας, που έχει µετατρέψει τους Ευρωπαίους σε µανιώδεις καταναλωτές ασφάλειας· ο φυσικός αποµονωτισµός της αµερικανικής ηπείρου, που από τη µία δεν επιτρέπει (λογικά) στους Αµερικανούς να επεκταθούν εδαφικά στο ανατολικό ηµισφαίριο, ενώ από την άλλη και σε αντίθεση από τη γεωπολιτική καρδιά της Ευρασίας της χαρίζει µία γεωστρατηγική “ξεγνοιασιά” έναντι των άλλων Μεγάλων Δυνάµεων, και τρίτον, τα παραδοσιακά διλήµµατα ασφαλείας που ταλανίζουν την ευρωπαϊκή ήπειρο τις τελευταίες εκατονταετίες. Οι δυνητικές απειλές προέρχονται προς το παρόν µόνο από την Κίνα, που ωστόσο έχει να διανύσει µεγάλη απόσταση ακόµη µέχρι να απειλήσει σοβαρά την αµερικανική ηγεµονία. Η ηγεµονική παρακµή των ΗΠΑ ενδεχοµένως κάποτε να βγει στο προσκήνιο, προς το παρόν όµως είναι καλά κρυµµένη πίσω από την αδυναµία των άλλων µεγάλων “αντιπάλων” της.

Ο Χαράλαμπος Παπασωτηρίου είναι αναπληρωτής καθηγητής διεθνών σχέσεων και στρατηγικών σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Αποφοίτησε με άριστα από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και πήρε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Είναι πρόεδρος του Κέντρου Μελετών Ασφάλειας (ΚΕ.ΜΕ.Α.) και διευθυντής (της Εταιρείας Κοινωνικών και Οικονομικών Μελετών (ΕΚΟΜΕ). Συντονίζει τα ερευνητικά προγράμματα του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ). Συμμετέχει στο επιστημονικό συμβούλιο του Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων (ΙΑΑ) και είναι επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής.






e-mail Facebook Twitter