Ἀνώτερη ὅλων τὸ καλοκαίρι
Μὲ λέγαν Ὀξάνα
Ἤμουν ἡ νῆσος Ἄτροπος
Ποὺ φύτεψε ὁ Ἀρχάγγελος Σαχιὴλ τὸ θυμάρι
Καὶ τὴν πευκοβελόνα νὰ ἀναπαυθεῖ
τὸ καμένο σου τρυγόνι.
Δὲν μὲ ἀναγνωρίζεις
Ἐπειδὴ ἀποτεφρώθηκα στοῦ νοῦ τὰ ἀκατάληπτα
Παραμένω ὅμως κορίτσι
Καὶ τώρα ποὺ σοῦ μιλῶ
Βουλιάζοντας στὸ ἐξαίφνης τῆς ἀδράνειας
Πρὸς ἐνθύμησιν, σαλπίζω ἡ Ἀσώματος.