Αφορισμοί

Για την πρακτική σοφία της ζωής
Συγγραφέας : Schopenhauer, Arthur, 1788-1860
Μεταφραστής : Υφαντής, Δημήτρης
Υπεύθυνος Σειράς : Υφαντής, Δημήτρης
Εκδότης : Ροές
Έτος έκδοσης : 2010
ISBN : 978-960-283-321-6
Σελίδες : 363
Σχήμα : 21x14
Κατηγορίες : Φιλοσοφία, Νεότερη Ρομαντισμός (Φιλοσοφία)
Σειρά : Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη

24.38 € 17.07 €




Μέσα σ' έναν κόσμο κατ' ουσίαν άλογο και αντίξοο, ο άνθρωπος καλείται να διάγει τον βίο του όντας εκτεθειμένος ανά πάσα στιγμή, αφενός, στον πόνο και την ανία, αφετέρου, στον πλανερό χαρακτήρα του κόσμου αυτού, του υποσχόμενου μία ευτυχία φαντασιώδη και ανέφικτη. Η ορθή αποτίμηση της πραγματικής αξίας των αγαθών της ζωής έχει ως βάση την διάκρισή τους σε τρεις κατηγορίες: στα όσα είναι Κανείς, στα όσα έχει και στα όσα παριστάνει στα μάτια άλλων ανθρώπων. Η ανάλυση αυτών των κατηγοριών καταδεικνύει τις προτεραιότητες που πρέπει να θέτει κανείς στις αποφάσεις και τις επιλογές του. Δεδομένου δε του χαρακτήρα του κόσμου στον οποίον ζούμε, παρέχει επιπλέον συγκεκριμένες πρακτικές αρχές και παραινέσεις για την καθοδήγηση του ανθρώπου κατά την αναζήτηση του είδους και μέτρου της ευτυχίας που είναι εφικτή στον βίο του. Οι "Αφορισμοί" είναι το έργο εκείνο που έβγαλε τον Schopenhauer από την αφάνεια και τον έκανε γνωστό σ' ένα ευρύτατο αναγνωστικό κοινό. Αν και κείμενο εκλαϊκευμένης φιλοσοφίας, συνιστά εξαιρετική εισαγωγή όχι μόνο στην σκέψη του ίδιου του Schopenhauer, αλλά και γενικότερα σε βασικά θέματα της πρακτικής φιλοσοφίας. Οι "Αφορισμοί" αποτελούν συνάμα έξοχο δείγμα τόσο της αριστοτεχνικής γραφής όσο και του καυστικού κριτικού πνεύματος του φιλοσόφου.

Ο γερμανός φιλόσοφος Άρθουρ Σοπενάουερ γεννήθηκε το Φεβρουάριο του 1788 στο Ντάντσιχ και πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1860 στην Φραγκφούρτη του Μάιν. Γιος του Χάινριχ Φλόρις Σοπενάουερ, ενός από τους κυριότερους εμπόρους της περιοχής, και της Γιοχάνα, γνωστής μυθιστοριογράφου. Η οικογένειά του ήταν εναντίον κάθε είδους εθνικισμού και γι' αυτό ο πατέρας του επέλεξε για τον γιο του το όνομα Άρθουρ, που συναντάται τόσο στη Γερμανία όσο και στην Αγγλία και τη Γαλλία. Όταν το Ντάντσιχ κατελήφθη το 1973 από την Πρωσία, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Αμβούργο. Εκεί ο Άρθουρ σπούδασε σε ιδιωτική εμπορική σχολή προκειμένου να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του. Η οικογένειά του συνήθιζε να ταξιδεύει πολύ συχνά, έτσι σε νεαρή ηλικία είχε ήδη επισκεφθεί πάρα πολλά μέρη της Ευρώπης, συνήθεια που κράτησε και στην ενήλικη ζωή του. Όταν, όμως, το 1805 ο Χάινριχ Σοπενάουερ πέθανε πέφτοντας σ' ένα κανάλι, χωρίς να γίνει ποτέ γνωστό αν επρόκειτο για ατύχημα ή αυτοκτονία, η μητέρα του πήρε τον Άρθουρ και την μικρότερη αδερφή του κι εγκαταστάθηκαν στη Βαϊμάρη, όπου και συνδέθηκαν κοινωνικά με τον κύκλο του Γκαίτε και του Βήλαντ. Ο Γκαίτε μάλιστα παρακολουθούσε την εξέλιξη του Άρθουρ, ο οποίος συνέχισε τις σπουδές του ξεκινώντας με κλασική φιλολογία, περνώντας στην ιατρική και συνεχίζοντας με φιλοσοφία στα Πανεπιστήμια του Γκαίτινγκεν (Gottingen) και του Βερολίνου. Εκεί είχε δασκάλους τους Καντιανούς καθηγητές Σούλτσε και Φίχτε (ο οποίος είχε χαρακτηρίσει τον Σοπενάουερ ως υποχονδριακό), τη φιλοσοφία των οποίων στη συνέχεια περιφρόνησε επιδεικτικά. Στη Βαϊμάρη γνώρισε και τον ανατολιστή Φρήντριχ Μάγερ, ο οποίος τον μύησε στην αρχαία ινδική φιλοσοφία, που έμελλε να επηρεάσει βαθιά τη φιλοσοφική του θεωρία. Το 1811 εγκατέλειψε τη Βαϊμάρη και μετέβη στη Δρέσδη, ύστερα από έντονο διαπληκτισμό με τη μητέρα του (λέγεται ότι η ίδια δεν αποδέχτηκε ποτέ την ιδιοφυΐα του γιου της), με την οποία και δεν ξανασυναντήθηκε ποτέ. Στη Δρέσδη έγραψε και το βασικό έργο του "Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση", που εκδόθηκε το 1819 στη Λειψία αλλά, αντίθετα από τις προσδοκίες του ίδιου, το βιβλίο δεν αναγνωρίστηκε ούτε από τους κριτικούς ούτε από το κοινό. Αμέσως μετά την έκδοση του βιβλίου του, επέστρεψε στο Βερολίνο και διορίστηκε καθηγητής. Εκεί ξεκίνησε η αντιπαράθεσή του με τον Χέγκελ, ο οποίος δίδασκε εκείνον τον καιρό στο ίδιο πανεπιστήμιο. Ο Σοπενάουερ παρέμεινε 24 εξάμηνα στο πανεπιστήμιο αλλά παρέδωσε μόνο το πρώτο μάθημα, καθώς φρόντισε η ώρα του μαθήματός του να συμπίπτει με την ώρα του Χέγκελ, που τότε κυριαρχούσε στους φιλοσοφικούς κύκλους. Το 1823 μετέβη στο Μόναχο, όπου και παρέμεινε περίπου ένα χρόνο, άρρωστος και απομονωμένος. Στη συνέχεια επέστρεψε στο Βερολίνο, όπου ξεκίνησε η περιπέτειά του με τα δικαστήρια. Μία μοδίστρα υπέβαλε μήνυση εναντίον του, όταν εκείνος ενοχλημένος από τη φλυαρία της την έσπρωξε έξω από το δωμάτιο με αποτέλεσμα να πέσει από τη σκάλα. Ο Σοπενάουερ μισούσε όσο τίποτα άλλο τον θόρυβο και είχε γράψει ένα δοκίμιο πάνω σ' αυτό, όπου αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ως ενδέκατη εντολή θα έπρεπε να είναι το "Ου διακόψεις" και ειδικά αν διακόψεις κάνοντας θόρυβο, που είναι η πιο αναίσχυντη ενόχληση, αφού δεν σε διακόπτει απλώς αλλά σου καταστρέφει τις σκέψεις. Η απόφαση ήταν υπέρ της μοδίστρας και ο Σοπενάουερ υποχρεώθηκε να καταβάλλει κάθε μήνα ένα αρκετά υψηλό ποσό μέχρι το θάνατό της, το 1841. Πάνω στο πιστοποιητικό του θανάτου της έγραψε "Obit anus, abit onus" (πέθανε η γριά, έφυγε το βάρος). Η δίκη αυτή ενέτεινε την απαισιοδοξία και μισανθρωπία του και έτσι το 1831 προτίμησε να αποτραβηχτεί στην Φραγκφούρτη του Μάιν, όπου παραιτημένος πλέον από την ιδέα της ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας, έζησε τα υπόλοιπα 28 χρόνια της ζωής του μακριά από ανθρώπους, με μόνη παρέα τον σκύλο του, Άτμα, και την υπηρέτριά του. Εκεί αφοσιώθηκε στη μελέτη και στη συγγραφή, ενώ απολάμβανε την αρκετά πολυτελή ζωή του με φαγητό (τακτά χρονικά γεύματα παρά τις αντιρρήσεις του γιατρού), κρασί, μουσική, θέατρο και ανάγνωση κυρίως γαλλικής, αγγλικής και ιταλικής λογοτεχνίας. Ωστόσο, δεν ήταν ευτυχισμένος. Η ανεκπλήρωτη λαχτάρα του για αναγνώριση της φιλ






e-mail Facebook Twitter