Βυζαντινοί και άραβες

Κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο
Συγγραφέας : Γιαννόπουλος, Παναγιώτης Α.
Εκδότης : Ηρόδοτος
Έτος έκδοσης : 2016
ISBN : 978-960-485-134-8
Σελίδες : 372
Σχήμα : 24x15
Κατηγορίες : Βυζαντινή Αυτοκρατορία - Ιστορία - 324-1453
Σειρά : Βυζαντινή Ιστορία και Πολιτισμός

31.80 € 22.26 €




Η βυζαντινή αυτοκρατορία διατηρούσε σχέσεις με τον αραβικό κόσμο κυρίως κατά τη διάρκεια των βυζαντινοπερσικών πολέμων, στους οποίους μετείχαν και οι Άραβες ως σύμμαχοι των δύο εμπολέμων. Την παγιωμένη αυτή κατάσταση θα ανατρέψει άρδην ένας άνθρωπος: ο Μωάμεθ. Το θρησκευτικό, κοινωνικό και πολιτικό κήρυγμά του λειτούργησε ως καταλύτης μεταξύ των αραβικών φυλών, προκαλώντας μοναδικές στην παγκόσμια ιστορία αντιδράσεις. Έκτοτε οι σχέσεις του αραβικού κόσμου με το Βυζάντιο γίνονται εχθρικές, με την αυτοκρατορία να βρίσκεται ουσιαστικά στη θέση του αμυνόμενου τουλάχιστον για τρεις αιώνες. Αν πρέπει να αναζητήσουμε έναν γλωσσικό όρο, που να χαρακτηρίζει τις αραβοβυζαντινές σχέσεις καθόλη τη μεσοβυζαντινή περίοδο, η λέξη "αντιπαλότητα" είναι η πλέον κατάλληλη. Αυτή η αντιπαλότητα εκφράζεται ως αραβική επεκτατική επιθετικότητα, που ενίοτε λαμβάνει τη μορφή ιερού πολέμου και που σκοπούσε στην εξάπλωση του αραβικού χαλιφάτου. Η πρώτη αποτυχία στο σχέδιο της παγκόσμιας ισλαμοποίησης υπήρξε η ήττα των αραβικών στρατευμάτων στη μάχη της Κωνσταντινούπολης (670-677). Κάθε προοπτική επέκτασης προς τον ευρωπαϊκό χώρο μέσω της Μικράς Ασίας θα ανακοπεί οριστικά το 717/718, με τη συντριβή των Αράβων προ των τειχών της Κωνσταντινούπολης. Η μακρά περίοδος ισορροπίας που θα ακολουθήσει ως τη βυζαντινή αντεπίθεση του Ι΄ αιώνα διαταράχτηκε από την κατάληψη της Κρήτης και τη δημιουργία του αραβοκρητικού εμιράτου. Η αντιπαλότητα δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο των σχέσεων μεταξύ βυζαντινής αυτοκρατορίας και αραβικού χαλιφάτου. Οι μελέτες αυτού του βιβλίου έχουν ως αντικείμενο διάφορες όψεις και εκφάνσεις κυρίως αυτής της αντιπαλότητας.

Ο Παναγιώτης Γιαννόπουλος, ομότιμος καθηγητής της Βυζαντινής Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Louvain, γεννήθηκε την 1η Ιουνίου 1938 στο χωριό Λάλουκα Άργους, όπου και τελείωσε τη στοιχειώδη εκπαίδευση. 1957: τελείωσε την επταετή Εκκλησιαστική Σχολή Κορίνθου. 1962: έλαβε το πτυχίο Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. 1962-1964: υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία. 1964: γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. 1964-1965: εργάστηκε ως μέλος ερευνητικής ομάδας στη Μονή Αγίας Αικατερίνης του Σινά για την τακτοποίηση του αρχείου της Μονής. 1966-1967: παρακολούθησε ως υπότροφος στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου ένα ερευνητικό πρόγραμμα με θέμα: Μεσαιωνική Βαλκανική Ιστορία. 1967 : έλαβε υποτροφία για μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Λουβαίν (Βέλγιο) με αντικείμενο το Βυζαντινό κόσμο. 1968 : έλαβε το πτυχίο του Ιστορικού-Αρχαιολογικού τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. 1969 : έλαβε το μεταπτυχιακό δίπλωμα των Ιστορικών επιστημών του Πανεπιστημίου του Λουβαίν. 1972: υποστήριξε τη διατριβή La societe profane dans l’empire byzantin des VIIe, VIIIe et IΧe siecles και ανακηρύχτηκε διδάκτορας ιστορικών επιστημών του Πανεπιστημίου του Λουβαίν. 1972: εκλέχτηκε δόκιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λουβαίν. 1973: έλαβε το πτυχίο Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης (ειδίκευση Βυζαντινή νομισματική) του Πανεπιστημίου του Λουβαίν. 1973: ονομάστηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λουβαίν. 2005: ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λουβαίν. Στο Πανεπιστήμιο του Λουβαίν δίδαξε Νέα ελληνική γλώσσα, Βυζαντινή Ιστορία, Βυζαντινούς θεσμούς, Νομισματική. Επίσης από το 1977 ως το 1984 δίδαξε νεοελληνική γλώσσα στη Σχολή Μεταφραστών και διερμηνέων του Πανεπιστημίου του Μονς (Βέλγιο). Κατά καιρούς δίδαξε ως προσκεκλημένος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και στο Πανεπιστήμιο της Γρανάδας της Ισπανίας. Επί σειρά ετών δίδαξε νεοελληνική γλώσσα και νεοελληνική λογοτεχνία στο Ινστιτούτο Libre Marie Haps των Βρυξελλών, και νεοελληνική ορολογία στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.






e-mail Facebook Twitter