Αιώνες ιστορίας ενός τόπου δεν αναπλάθονται
ασφαλώς από τα διαθέσιµα λεκτικά και γραπτά
σπαράγµατα –κάποιες φορές δεν επαρκούν για να
ανασυνθέσεις ένα και µόνο γεγονός του
παρελθόντος ούτε τα λεγόµενα αδιάσειστα
ντοκουµέντα–, µα θεωρούµε πως θα ήταν
ανεπίτρεπτο να µην αποδοθεί, χωρίς τοπικιστικές
εξάρσεις και ανώφελους ροµαντισµούς, κάθε
ψήγµα, γραπτής ή προφορικής µαρτυρίας, σ’ αυτές
και σ’ αυτούς τουλάχιστον που δεν θαµπώνονται
από τις ανέξοδες ποµφόλυγες και τις
αντιαισθητικές κορώνες των επετειακών
δεκάρικων κι αναζητούν στις αξεδιάλυτες σκιές των
άγριων, πράγµατι, κι απρόσιτων καιρών τα
αδιόρατα φάσµατα και τις ανείπωτες ιστορίες που
στοιχειώνουν ακόµα τη γενέθλια γη τους. Τα πρόσωπα, τα γεγονότα και τις ξορκισµένες λέξεις
που διέφυγαν κατά κάποιον τρόπο και για κάποιον λόγο, σπουδαίο, ασήµαντο, ακόµη και ποταπό,
από τις ρωγµές ενός σκοτεινού και παγωµένου για εκατονταετίες χρόνου.
Πολλοί ίσως βρουν ανούσια, ανώφελη, βαρετή, αιρετική και κάποιοι, γιατί όχι, ακόµη και
επιζήµια αυτή την αναµόχλευση. Δεν πειράζει. Η µνήµη είναι δυστυχώς η µόνη εφικτή µορφή
αθανασίας και µπορεί, κατά την κρίση του Βολταίρου, «ο ιστορικός», όπως και κάθε άλλος που
επωµίζεται αυτόν τον ρόλο, να «είναι ένας κουτσοµπόλης που παρενοχλεί τους νεκρούς», µα
είναι ίσως κι ο µόνος που µπορεί, έστω και πρόσκαιρα, να τους «αναστήσει».
Έχει άλλωστε και το λεγόµενο «ξυγγραφείν» τα ρίσκα του, αλλά και το µαταιοπονείν τη γοητεία
του. Όσοι έχουν βιώσει την ικανοποίηση κάποιας χρόνιας και επίπονης αλλά αποκαλυπτικής
αναδροµής θα το γνωρίζουν ήδη.