Η αναγνώριση αλλοδαπών ακαδημαϊκών τίτλων


Συγγραφέας : Στράνης, Δημήτριος Δ.
Υπεύθυνος Σειράς : Χρυσανθάκης, Χαράλαμπος Γ.
Εκδότης : Νομική Βιβλιοθήκη
Έτος έκδοσης : 2014
ISBN : 978-960-562-269-5
Σελίδες : 370
Σχήμα : 17x24
Κατηγορίες : Διοικητικό δίκαιο
Σειρά : Βιβλιοθήκη Θεωρίας και Πράξης Διοικητικού Δικαίου

48.00 € 40.80 €




Η παρούσα μονογραφία αποτελεί το δέκατο έργο στη σειρά «Βιβλιοθήκη Θεωρίας και Πράξης Διοικητικού Δικαίου» και αφορά στην αναγνώριση των ακαδημαϊκών διπλωμάτων. Η αναγνώριση ακαδημαϊκών διπλωμάτων αποτελεί πολύ σημαντικό ζήτημα για την ενοποίηση των εκπαιδευτικών συστημάτων και διαδικασιών, τόσο στο ευρωπαϊκό, όσο και στο ευρύτερο παγκόσμιο πεδίο. Συνδέεται όμως στενά και με το επίσης καίριο ζήτημα της αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων και συνακόλουθα επαγγελματικών δικαιωμάτων. Στο ευρωπαϊκό πεδίο η αναγνώριση των τίτλων σπουδών συνδέθηκε με το ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα της επαγγελματικής κινητικότητας, που σχετίζεται στενά με τη δημιουργία ενός «ενιαίου χώρου ανώτατης εκπαίδευσης», αλλά και ευρύτερα με τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Μέχρι σήμερα απουσίαζε στη βιβλιογραφία η διεξοδική προσέγγιση του ζητήματος της αναγνώρισης των αλλοδαπών τίτλων. Το κενό αυτό έρχεται να καλύψει η παρούσα μονογραφία, η οποία αποτελείται από τέσσερα κεφάλαια και επικεντρώνεται μεν στο ελληνικό δίκαιο και τη σχετική νομολογία των εθνικών δικαστηρίων, περιέχει όμως ιδιαίτερο κεφάλαιο το οποίο αναφέρεται στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη σχετική νομολογία του ΔΕΕ.

Ειδικότερα, το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στην ιστορική καθιέρωση και εξέλιξη της ακαδημαϊκής αναγνώρισης σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Παρουσιάζεται το θεσμικό πλαίσιο της αναγνώρισης πριν τη σύσταση του ΔΙΚΑΤΣΑ, όπου η σχετική αρμοδιότητα ανήκε στα πανεπιστήμια και ακολούθως η διάδοχη κατάσταση μετά τη σύστασή του. Διάδοχος του ΔΙΚΑΤΣΑ είναι ο οργανισμός ΔΟΑΤΑΠ ο οποίος προβλέφθηκε με δύο βασικές νέες σκοπιμότητες, αφενός αυτή της οργανωτικής αναδιατάξεως επί το αποτελεσματικότερο, και αφετέρου της συμπεριλήψεως των διπλωμάτων και των ΤΕΙ στην ύλη της αναγνώρισης. Στη συνέχεια παρουσιάζεται η θεσμική καθιέρωση και ευρωπαϊκή εξάπλωση των κέντρων ΝΑRΙC, τα οποία έχουν ως κύρια αποστολή να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της κινητικότητας των φοιτητών, παρέχοντας πληροφόρηση και συμβουλές σχετικά με την αναγνώριση των ακαδημαϊκών διπλωμάτων.

Το δεύτερο κεφάλαιο του έργου αφορά τη νομοθετική οργάνωση του ΔΟΑΤΑΠ και την ακολουθούμενη από αυτόν πρακτική. Αναπτύσσεται σε δύο υποκεφάλαια. Στο πρώτο αναλύεται το ζήτημα της σκοπιμότητας ίδρυσης του νέου φορέα, ενώ στο δεύτερο ερευνάται η διοικητική δομή και το περιεχόμενο της διοικητικής αρμοδιότητας του ΔΟΑΤΑΠ. Το κεφάλαιο αυτό περατούται με αναφορά στα διαπιστούμενα προβλήματα και δυσλειτουργίες στη διαδικασία ακαδημαϊκής αναγνώρισης αλλοδαπών τίτλων σπουδών από τον ΔΟΑΤΑΠ.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το τρίτο κεφάλαιο όπου εξετάζεται η νομολογιακή αντιμετώπιση των ζητημάτων ακαδημαϊκής αναγνώρισης αλλοδαπών τίτλων σπουδών. Στο πρώτο Τμήμα του κεφαλαίου αυτού παρουσιάζεται η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας υπό το νομοθετικό καθεστώς του ΔΙΚΑΤΣΑ (Ν 741/1977), ενώ στο δεύτερο η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Διοικητικού Εφετείου υπό το νομοθετικό καθεστώς του ΔΟΑΤΑΠ (Ν 3328/2005). Το τρίτο κεφάλαιο ολοκληρώνεται με κριτικές επισημάνσεις, όπου μέσω της συγκριτικής επισκόπησης επί των νομολογιακών λύσεων υπό το νομοθετικό καθεστώς των δύο Οργανισμών φαίνεται ότι ο δικαστικός έλεγχος, ιδίως του ΣτΕ, οδήγησε στην επίλυση πολλών θεμάτων, τόσο στο επίπεδο της κρίσης περί του παραδεκτού της ασκηθείσας αιτήσεως ακυρώσεως, όσο και στο επίπεδο της κρίσης για τη συνδρομή των κατʼ ιδίαν ακυρωτικών λόγων, με προεξάρχοντα αυτόν της έλλειψης ή της ανεπάρκειας της αιτιολογίας και της παράβασης νόμου.

Στο τέταρτο κεφάλαιο εξετάζεται το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η νομολογία του ΔΕΕ για την αναγνώριση τίτλων σπουδών, γίνονται δε πλείστες αναφορές και στις διεθνείς συνθήκες που ρυθμίζουν το ζήτημα αυτό. Παρουσιάζονται σημαντικές αποφάσεις του ΔΕΕ που αφορούν στην αναγνώριση τίτλων τόσο στο εσωτερικό πεδίο της ΕΕ όσο και τίτλων ληφθέντων σε τρίτες χώρες από πολίτες της ΕΕ. Διαπιστώνεται δε από τη συσχέτιση της ακαδημαϊκής αναγνώρισης τίτλων σπουδών και της αναγνώρισης επαγγελματικών δικαιωμάτων στο ευρωπαϊκό πεδίο ότι η νομολογία του ΔΕΕ επικεντρώνεται στην επαγγελματική και όχι στην ακαδημαϊκή αναγνώριση και προβαίνει σε διάκριση των δύο αυτών ειδών, επειδή η βάση της αναγνώρισης τοποθετείται στην υπηρέτηση της επαγγελματικής κινητικότητας. Το δεύτερο Τμήμα του τέταρτου κεφαλαίου αναφέρεται στα Κέντρα Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης και στο καίριο ζήτημα νομικής αλλά και κοινωνικής φύσεως που έχει ανακύψει με την αναγνώριση του χρόνου των σπουδών που πραγματοποιούνται σε αυτά, ενώ στο τρίτο Τμήμα του ίδιου κεφαλαίου συνοψίζονται τα βασικά συγκεφαλαιωτικά σημεία της νομολογίας του ΔΕΕ και παρουσιάζονται συμπεράσματα για την επίδραση του ενωσιακού δικαίου και τη νομολογία του ΔΕΕ στο εθνικό δίκαιο και την εθνική νομολογία.

Το έργο πλαισιώνεται από σχετική ελληνική και ξενόγλωσση βιβλιογραφία, παράρτημα εθνικού και κοινοτικού δικαίου και νομολογίας αντιστοίχως, και ευρετήριο των κυριότερων όρων που συναντά ο αναγνώστης στο βιβλίο. Αποτελεί ένα πολύτιμο βοήθημα για όποιον ασχολείται με το ζήτημα της αναγνώρισης των ακαδημαϊκών διπλωμάτων και θέλει να εμβαθύνει σε αυτό.







e-mail Facebook Twitter