"Η μοναδολογία" γράφτηκε από τον Leibniz το 1714, κοντά στο τέλος της ζωής του, με στόχο τη συμπύκνωση και εκλαΐκευση της φιλοσοφίας του. Σε ενενήντα αριθμημένες παραγράφους ο Leibniz εκθέτει το σύστημά του περιεκτικά και περιληπτικά. Στις παραγράφους αυτές δεν εμπλέκονται τεχνικές λεπτομέρειες του συστήματος. Παρά ταύτα, η εικόνα που προσφέρεται είναι κατά μεγάλο ποσοστό ολοκληρωμένη. Η δομή της "Μοναδολογίας" είναι λιτή και αυστηρή. Στις 36 πρώτες παραγράφους ορίζεται η φύση των μονάδων, αναλύεται το επίπεδο του φαίνεσθαι και στοιχειοθετείται το κατά Leibniz είδος της σχέσης ανάμεσα στο επίπεδο αυτό και στο επίπεδο της πραγματικότητας των Μονάδων. Η μέθοδος έκθεσης του συστήματος έχει χαρακτήρα αποδεικτικό. Στην παράγραφο 37 ο Leibniz φαίνεται να συνάγει συμπερασματικά, εξ όσων προηγήθηκαν, την αναγκαιότητα ύπαρξης του Θεού. Από την παράγραφο 37 έως και την παράγραφο 48 ο συγγραφέας της "Μοναδολογίας" θέτει τα όρια παρουσίας του Θεού-Δημιουργού στο φιλοσοφικό του σύστημα. Στο τελευταίο μέρος της "Μοναδολογίας" ο Leibniz εκθέτει με μεγαλύτερη λεπτομέρεια το φιλοσοφικό του σύστημα καθιστώντας σαφή τη σχέση Δημιουργού και δημιουργήματος. Η σχέση αυτή γίνεται αντιληπτή με ιδιαίτερο τρόπο στην παράγραφο 78, όπου ο Leibniz προσφέρει τη δική του λύση, στο πρόβλημα της ύλης και του πνεύματος ή αλλιώς του νου και του σώματος. Εισάγει την αρχή της προκαθορισμένης αρμονίας, βάσει της οποίας υπάρχει συμμόρφωση της ψυχής με το οργανικό σώμα δια της προκαθορισμένης συμφωνίας των προοπτικών αντιπαραστάσεων των επί μέρους μονάδων, που εν συνόλω αποτελούν, ή φαίνεται να αποτελούν, την ψυχή και το σώμα. Αυτή η προκαθορισμένη συμφωνία των προοπτικών αναπαραστάσεων των μονάδων είναι η βάση της μοναδικότητας του σύμπαντος την οποία μεσεγγυάται ο Δημιουργός.

Gottfried Wilhelm Leibniz (1646-1716). Γεννήθηκε στη Λειψία και πέθανε στο Αννόβερο, ήταν ένα από τα σημαντικότερα οικουμενικά πνεύματα του παγκόσμιου πολιτισμού. Σπούδασε νομικά και αρχικά, απορρίπτοντας μια ακαδημαϊκή καριέρα, εργάστηκε στην υπηρεσία του πρίγκιπα στο Μάιντς (Μαγεντία) και από το 1776 ως βιβλιοθηκάριος στην Αυλή του δούκα του Αννοβέρου. Στη διάρκεια παραμονής του στο Παρίσι και στο Λονδίνο στα έτη 1672-1676 ως διπλωματικός εκπρόσωπος, μελέτησε τα Μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες της εποχής του. Ο Λάιμπνιτς διατύπωσε φιλοσοφικές θεωρίες με στόχο να συμφιλιώσει τη θρησκεία με τη φιλοσοφία και τις φυσικές επιστήμες και γενικότερα να διευθετήσει φιλοσοφικές αντιφάσεις. Π.χ. ένα αίτιο δεν μπορεί να έχει την ίδια φύση με τη δράση που προκαλεί, οπότε ο θεός βρίσκεται έξω από την αιτιοκρατική εξάρτηση αίτιο-δράση και όχι ως πρώτο αίτιο αυτής της αλυσίδας. Διατύπωσε σημαντικά στοιχεία της Θεωρίας της Αιτιολογίας, εγκαινιάζοντας την ιστορία της Μαθηματικής Λογικής που διατυπώθηκε αργότερα σε αυστηρή μορφή από τον Ράσελ. Τα άπαντα του Λάιμπνιτς περιλαμβάνουν, αφενός περί τις 15.000 επιστολές, τις οποίες αντάλλαξε ο μεγάλος φιλόσοφος και ερευνητής με εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής του και αφετέρου ένα μεγάλο αριθμό από βιβλία και επιστημονικές δημοσιεύσεις. Σ' όλη του την πορεία αγωνιζόταν για την επανένωση τής προτεσταντικής και της καθολικής εκκλησίας και για τη διάδοση τών θετικών επιστημών με την ίδρυση κατάλληλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Το 1684 δημοσίευσε τις "Αρχές του διαφορικού λογισμού", ερχόμενος έτσι σε σύγκρουση με τον Νεύτωνα, ο οποίος διεκδικούσε την πατρότητα αυτών των ιδεών. Το 1693 ακολούθησε η εισαγωγή από τον Λάιμπνιτς της έννοιας της ορίζουσας στα Μαθηματικά και η ανάπτυξη τού δυαδικού συστήματος με τα ψηφία 0 και 1. Εκτός από φιλόσοφος και μαθηματικός, ο Λάιμπνιτς ήταν επίσης φυσιοδίφης και τεχνικός. Το 1673 κατασκεύασε μία αριθμομηχανή, η οποία βρίσκεται σήμερα σε τεχνικό μουσείο της Γερμανίας.






e-mail Facebook Twitter