Κοσμοθεωρητική ετερότητα και αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας


Συγγραφέας : Ήφαιστος, Παναγιώτης
Εκδότης : Ποιότητα
Έτος έκδοσης : 2008
ISBN : 978-960-7803-19-1
Σελίδες : 509
Σχήμα : 17x24
Κατηγορίες : Εθνικισμός Πολιτική ιδεολογία Πολιτική - Ελλάς

27.00 € 19.98 €




Πρωτοποριακή ανάλυση τόσο της ελληνικής όσο και της διεθνούς βιβλιογραφίας. Υπό το πρίσµα αυστηρής επιστηµονικής ουδετερότητας εξετάζονται σε ιστορικό και σύγχρονο πλαίσιο τα ηθικοφιλοσοφικά και ηθικοκανονιστικά θεµέλια του διεθνούς συστήµατος. Το φαινόµενο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όπως και πολλά άλλα φαινόµενα αναλύονται διεξοδικά για να αντληθούν συµπεράσµατα για την εξέλιξη των σύγχρονων διεθνών σχέσεων. Ο συγγραφέας αναζητεί και τελικά προσδιορίζει ηθικούς πα-ράγοντες στη βάση των οποίων θα µπορούσαν να θεµελιωθούν κρίσεις και αποφάσεις διεθνούς πολιτικής συµβατές µε τις κατακτήσεις του πολιτισµού στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων. Η κοινωνικοπολιτική ετερότητα του κόσµου και η οντολογικού περιεχοµένου αξίωση συλλογικής ελευθερίας, συνάγεται, είναι τα κυριότερα κριτήρια, γεγονός που συνάδει µε τον πολιτικό πολιτισµό που δηµιουργούν οι θεµελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου και η ιδέα της συλλογικής ασφάλειας. Έτσι, µεταξύ πολλών άλλων αναλύονται η έννοια και το περιεχόµενο του έθνους-κράτους, των διεθνών θεσµών και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ο αποσταθεροποιητικός ρόλος του διεθνισµού, του κοσµοπολιτισµού και του ηγεµονισµού και άλλα αίτια πολέµου, τα οποία παρεµβάλλονται µεταξύ ενός σταθερού – ειρηνικού διεθνούς συστήµατος και του υπαρκτού κόσµου στο κατώφλι του 21ου αιώνα. Σηµειώνεται πως σε όλα τα κεφάλαια γίνεται προσπάθεια αναγωγής των θεωρήσεων πολιτικής φιλοσοφίας του Παναγιώτη Κονδύλη στο επίπεδο της πολιτικής φιλοσοφίας των διεθνών σχέσεων.
Περιεχόμενα:

ΜΕΡΟΣ Ι
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Το σύστηµα κρατών και η ασυµβατότητα - αντικανονικότητα των κοσµοπολίτικων ιδεών, των διεθνιστικών σχεδίων και/ή του ηγεµονισµού
    • Έθνος-Κράτος και Διεθνές Σύστηµα: Πρόταξη συµπερασµάτων και πορισµάτων
    • Οι δύο δίσκοι της «πλάστιγγας των διεθνολογικών διληµµάτων»
    • Παναγιώτης Κονδύλης: Ισχύς και Απόφαση
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. Ααζητώντας µεθόδους και προσεγγίσεις ανάλυσης των διεθνών σχέσεων στον κοινωνικοπολιτικά και κοσµοθεωρητικά κατατεµαχισµένο διεθνή χώρο. Σχοινοβασία στα σύνορα του διεθνούς είναι και του διεθνούς δέοντος
ΜΕΡΟΣ II
ΚΟΣΜΟΘΕΩΡΙΑ
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. Κοσµοθεωρητική-ηθικοκανονιστική ετερότητα και ανάλυση των διεθνών σχέσεων και της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. Ο υποκειµενικός χαρακτήρας των αξιώσεων, αποφάσεων και θεµελιωδών στάσεων µιας έκαστης συλλογικής οντότητας, ο εγγενής χαρακτήρας της διεθνούς ετερότητας και το «θουκυδίδειο αδιέξοδο»
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. Πολιτική φιλοσοφία και διεθνείς σχέσεις: το οντολογικό ερώτηµα, το διεθνές πρόβληµα και η διεθνής ολοκλήρωση
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. Το «διεθνές πρόβληµα»: η διαλεκτική σχέση µεταξύ κανονιστικών δοµών εθνικής-κρατικής εµβέλειας και διεθνών κανονιστικών δοµών και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση
ΜΕΡΟΣ IΙΙ
ΘΕΩΡΙΑ
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7. Ιστορία των διεθνών σχέσεων και ιστορία της θεωρίας διεθνών σχέσεων: η αέναη διαπάλη µεταξύ ιδεών για ένα διεθνιστικό-υπερεθνικό ή κοσµοπολίτικο κόσµο και ιδεών για οργάνωση του κόσµου στη βάση της εθνικής-
    κρατικής ετερότητας
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8. Αµφιταλαντεύσεις και διλήµµατα µεταξύ του συστήµατος κρατών και της παγκόσµιας κυβέρνησης στο πέρασµα από τον 19ο στον 20ό αιώνα και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση: η φύση, η µορφή και ο χαρακτήρας του «σύγχρονου» διεθνούς συστήµατος
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9. Θεωρία διεθνών σχέσεων: προβλήµατα, δυνατότητες και περιορισµοί στην ανάλυση των διεθνών σχέσεων και τα σύνορα µεταξύ ουσίας και επουσιώδους ή σηµαντικού και ασήµαντου
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ. 10 Θεωρία διεθνών σχέσεων. Το «παράδειγµα» και αυθαίρετα ή δονκιχωτικά άλµατα συλλογισµών: οροθέτηση των ουσιαστικών συζητήσεων περί τα διεθνή
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11. Στην αιχµή των συζητήσεων της θεωρίας διεθνών σχέσεων: ρεαλιστές vs νεοφιλελεύθεροι, επεµβάσεις κα αναδιανεµητική δικαιοσύνη
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12. Θεωρία διεθνών σχέσεων: πραγµατικότητες, µύθοι και συµβατικές ιδεολογικές θεωρήσεις για τον ρόλο του διεθνισµού και του εθνικού συµφέροντος
ΜΕΡΟΣ ΙV
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13. Αξιώσεις ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης vs αξιώσεις εθνικής-κρατικής ύπαρξης: αφετηριακές λογικές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και το διεθνές πρόβληµα
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14. της διαδικασίας ολοκλήρωσης και οι βασικές παραδοχές των κυριότερων ρευµάτων σκέψης της θεωρίας ολοκλήρωσης για την έννοια «πολιτική κοινότητα» και τις προσεγγίσεις εκπλήρωσής της
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15. Έννοια και περιεχόµενο της «ευρωπαϊκής διακυβέρνησης», το κοινοτικό µοντέλο στην ύστερη φάση ανάπτυξής του και το ζήτηµα της λαϊκής κυριαρχίας
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16. Το γερµανικό ζήτηµα: ολοκλήρωση και κοινοτισµός ή αγώνας ισχύος και άνισης ανάπτυξης;
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17. Ευρωπαϊκή αµυντική ταυτότητα: µετέωρα βήµατα µεταξύ ενός διακυβερνητικού και ενός «υπερκρατικού» συστήµατος
  • ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18. Κοσµοθεωρητική ετερότητα versus διεθνισµός-κοσµοπολιτισµός. Σοβιετική Ένωση και ΕΕ: δρόµοι ξεχωριστοί βίοι παράλληλοι;


Κριτικές:


Είναι κοινή παραδοχή στην παγκόσµια διεθνολογική κοινότητα ότι, σε αντίθεση µε τον επιστηµονικό κλάδο των Πολιτικών Επιστηµών, ο κλάδος των Διεθνών Σχέσεων δε γνώρισε µία ιδρυτική ως discipline επεξεργασία σε επίπεδο πολιτικής φιλοσοφίας. Οι µεγάλοι στοχαστές της πολιτικής νεοτερικότητας, που έριξαν το κύριο βάρος των πνευµατικών τους προσπαθειών στο αν µη τι άλλο µείζον και πρωτεύον ζήτηµα της πολιτικής νοµιµοποίησης, µπορεί να µην παρέλειψαν να ασχοληθούν µε το εξίσου σηµαντικό θέµα των (εξωτερικών) σχέσεων µεταξύ των νεότευκτων τότε κρατικών οντοτήτων (το Perpetual Peace του Ι. Kant είναι αναµφίβολα η πιο χαρακτηριστική περίπτωση), όµως δεν αφιέρωσαν το δέοντα χρόνο και την πρέπουσα προσοχή στις φιλοσοφικές και οντολογικές προϋποθέσεις των διακρατικών σχέσεων και συνεπώς στα προβλήµατα της φύσης, της µορφής και του χαρακτήρα των διεθνών σχέσεων. Το νοµικό επιχείρηµα, που µονοπώλησε έκτοτε σε µεγάλο βαθµό τη θεωρία των Διεθνών Σχέσεων, και η διπλωµατική πρακτική, που σκέπασε, αποπνικτικά µερικές φορές, το θεωρητικό προβληµατισµό του διεθνολογικού φαινοµένου, λόγω βέβαια των άµεσων προτεραιοτήτων της εξωτερικής πολιτικής κάθε έθνους-κράτους, δεν µπορούσαν εκ των πραγµάτων να καλύψουν αυτό το κρίσιµο έλλειµµα της επιστήµης των Διεθνών Σχέσεων.
Στον 20ό αιώνα, στα πλαίσια της επιστηµολογικής-µεθοδολογικής ανάπτυξης του κλάδου των Διεθνών Σχέσεων, και κάτω φυσικά από την αδήριτη νοµοτέλεια των δύο ΠΠ, το πρόβληµα της φιλοσοφικής εδραίωσης της διεθνολογικής επιστήµης ήλθε και πάλι στο προσκήνιο, αναδεικνύοντας αυτή την καταστατική υστέρηση του κλάδου. Ωστόσο παρά τις σοβαρές και άοκνες θεωρητικές προσπάθειες της Βρετανικής Σχολής των Διεθνών Σχέσεων (κυρίως των M. Wight και H. Bull) η κατάσταση δεν άλλαξε άρδην προς το καλύτερο. Στα πλαίσια της ελληνικής διεθνολογικής κοινότητας ο προβληµατισµός του κρίσιµου, για την περαιτέρω θεωρητική και εµπειρική πορεία του κλάδου, ελλείµµατος επεξεργασίας των ζητηµάτων της πολιτικής φιλοσοφίας που σχετίζονται µε το διακρατικό σύστηµα αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια µε συνεπή αλλά και συστηµατικό τρόπο από τον Παναγιώτη Ήφαιστο. Ο Έλληνας διεθνολόγος στα δύο τελευταία βιβλία του θέτει ανοικτά πλέον το φλέγον ζήτηµα της κοινωνικής οντολογίας των Διεθνών Σχέσεων και κατ’ επέκταση το κεντρικό ζήτηµα της διεθνούς πολιτικής από καταβολής κόσµου:το θέµα του πολέµου και των κύριων αιτίων του.
Στο θεωρητικό επίκεντρο του Παναγιώτη Ήφαιστου βρίσκονται οι έννοιες της κοσµοθεωρητικής ετερότητας και του ηγεµονισµού. Η κοινωνική οντολογία και ως εκ τούτου η πολιτική φιλοσοφία των Διεθνών Σχέσεων αρθρώνονται γύρω από τις δύο αυτές εκ διαµέτρου αντίθετες “πραγµατικότητες” της διεθνούς πολιτικής τα τελευταία πέντε χιλιάδες χρόνια. Ο Έλληνας διεθνολόγος εκκινώντας το στοχασµό του από το αξίωµα ότι «η καλή θεωρία των Διεθνών Σχέσεων είναι τόσο προϋπόθεση επιβίωσης ενός κράτους όσο και προϋπόθεση διεθνούς ειρήνης και σταθερότητας» προσπαθεί µε επιστηµολογικό άξονα τη βεµπεριανή αρχή της αξιολογικής ουδετερότητας και χωρίς θεωρητικές παρεκβάσεις που να παραπέµπουν σε πολιτικές εκλογικεύσεις να ορίσει το βασικό οντολογικό περίγραµµα των διακρατικών σχέσεων µετά την Αναγέννηση, το στοιχείο δηλαδή της κοσµοθεωρητικής ετερότητας των πολιτικών υποκειµένων µε διακριτή κοινωνική αναφορά και κρατική οντότητα, και να δείξει πώς ο ηγεµονισµός και ο αναθεωρητισµός συνιστούν µία διεθνική ανωµαλία του διεθνούς συστήµατος, η οποία δεν έχει ιστορικά καµία τύχη.
Η κεντρική στο έργο του Παναγιώτη Ήφαιστου έννοια της κοσµοθεωρητικής ετερότητας κατοπτρίζει τη διαφορετικότητα της ανθρώπινης συλλογικότητας, όπως αυτή διαµορφώθηκε στο πέρασµα του ιστορικού χρόνου. Κάθε κοινωνία, ορµώµενη από µία θεµελιώδη αξίωση ισχύος, από τη βαθύτερη δηλαδή εκείνη αναγκαιότητα της αυτοδύναµης επιβίωσης στο διεθνές σύµπαν, αρθρώνεται γύρω από ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερο φιλοσοφικό και ηθικοκανονιστικό σύστηµα σκέψης, το οποίο στηρίζεται σε κάποιες αξιωµατικές και ως εκ τούτου υποκειµενικές ερµηνείες της αλήθειας και του συλλογικού τρόπου ζωής. Ο οντολογικός κατακερµατισµός του διεθνούς συστήµατος τα τελευταία πεντακόσια χρόνια αποτυπώνεται στη µορφή του έθνους-κράτους. Με άλλα λόγια, το καθεστώς των διεθνών σχέσεων των τελευταίων αιώνων εδράζεται στην αρχή της εθνικής-κρατικής κυριαρχίας. Στη βάση της αποδοχής αυτής της αν µη τι άλλο κρίσιµης παραδοχής ο Έλληνας διεθνολόγος επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει τις έννοιες της τάξης και της δικαιοσύνης στη διεθνή πολιτική, δείχνοντας αφενός ότι υπάρχουν όρια και περιορισµοί οντολογικού χαρακτήρα στην κανονιστική ανάπτυξη πέραν και υπεράνω του κράτους, αφετέρου ότι οι ουτοπιστικοί χιλιασµοί κάθε είδους δεν µπορούν να αλλάξουν “εκ των άνω” και µε επιπόλαια ηγεµονιστικά πειράµατα ή τροµοκρατικές εκτονώσεις τη βαθιά διαφορική φύση του διεθνούς χώρου. Το καινούριο που εισάγει ο εν λόγω προβληµατισµός του Ήφαιστου είναι το γεγονός ότι εντάσσει πλέον µε σαφήνεια, µε αφορµή το τροµοκρατικό κτύπηµα της 11ης Σεπτεµβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη, το φαινόµενο της τροµοκρατίας στο πλαίσιο αυτής της συγκεκριµένης οντολογικής κοσµοθέασης, αποκόπτοντάς το διαρρήδην και άπαξ από τις επιφανειακές και κυρίως αδιέξοδες διεθνολογικές αναλύσεις του τύπου οι “δαίµονες” της διεθνούς πολιτικής, που επιβουλεύονται την Pax Americana ή την αποκαλούµενη Νέα Τάξη της παγκόσµιας κοινωνίας. Η τροµοκρατία αντιµετωπίζεται ως άµεση απόρροια και συνέπεια της ηγεµονιστικής, διεθνιστικής και επαναστατικής αλλοίωσης του συστήµατος των κυριάρχων κρατών, όπως αυτό οικοδοµήθηκε µέσα από την ευρωπαϊκή ισορροπία της ισχύος και την εµπέδωση σε ένα µεγάλο βαθµό του µοντέλου της Βεστφαλίας (διακρατική ισοτιµία, αρχή της µη επέµβασης και κρατική κυριαρχία) τους τελευταίους αιώνες. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέµου (1989) το φαινόµενο της διεθνούς τροµοκρατίας εντάθηκε και απόκτησε τεράστιες διαστάσεις εξαιτίας της µονολιθικής απογείωσης του αγγλοσαξονικού ηγεµονισµού και της αν µη τι άλλο κακώς νοούµενης χρήση βίας για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια µέσω του ΟΗΕ και κυρίως του Συµβουλίου Ασφαλείας.
Ο Παναγιώτης Ήφαιστος, για πρώτη φορά ίσως τόσο ξεκάθαρα και ρητά στα παγκόσµια διεθνολογικά χρονικά, επιχειρεί να θέσει το Παραδοσιακό Παράδειγµα, το θουκυδίδειο µε άλλα λόγια θεωρητικό παράδειγµα του πολιτικού ρεαλισµoύ, εκτός της λογικής του ηγεµονισµού. Ενώ στην Κοσµοθεωρητική Ετερότητα διέκρινε µεταξύ τριών ρεαλισµών:ενός ηγεµονικού ή επιθετικού ρεαλισµού, ενός αµυντικού ρεαλισµού και ενός αξιολογικά ουδέτερου ρεαλισµού, στο πρόσφατο έργο του για τον Πόλεµο και τα Αίτιά του, στα πλαίσια της οντολογικής προσέγγισης του κυριάρχου-ανεξάρτητου κράτους, προβαίνει σε µία θεωρητική τοµή, η οποία απαλλάσσει εφεξής τον πολιτικό ρεαλισµό από την κατηγορία του ηγεµονικού ιδεολογήµατος. Ο πολιτικός ρεαλισµός από την οντολογική του φύση, ως κοσµοθεωρία και κοινωνική οντολογία δηλαδή, στο βαθµό που αντανακλά µία ιστορικά προσδιορισµένη τάξη διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας από το 1648 και εντεύθεν, δεν µπορεί σε καµία περίπτωση να συνυπάρξει µε το φαινόµενο του ηγεµονισµού. Ο ηγεµονισµός υπονοµεύει τον πολιτικό ρεαλισµό όχι απλώς επιτείνοντας τις εγγενείς αντιφάσεις του διακρατικού συστήµατος (κυρίως µέσα από την ιστορική εµπειρία της άνισης ανάπτυξης), αλλά οδηγώντας τη θεωρία των Διεθνών Σχέσεων σε ηθικιστικές, νοµικιστικές και κανονιστικές ακρότητες, στο σκληρό πυρήνα των οποίων εδρεύει η ωµή βία και οι γενοκτονικές πρακτικές. Αν δεχτούµε τoν παραπάνω θεωρητικό συλλογισµό του Έλληνα διεθνολόγου τότε καθίσταται πλέον πολύ φανερή η ουσία και τα αδιέξοδα του ηγεµονικού πολέµου (Robert Gilpin). Ο ηγεµονικός πόλεµος, ο οποίος συνήθως επικαλείται τις αρχές του ρεαλισµού για να στεγάσει την ιδεολογική του νοµιµοποίηση, είναι εξ ορισµού ένας πόλεµος που την ίδια στιγµή που καλείται δήθεν να επιλύσει προβλήµατα ισορροπίας της ισχύος διά της βίας, διαιωνίζει το φαύλο κύκλο του πολέµου, εφόσον η εσώτερη λογική του αποσκοπεί στην κατάλυση της ίδιας της οντολογίας του συστήµατος των κυρίαρχων κρατών, µε άλλα λόγια της κοσµοθεωρητικής ετερότητας και της διεθνούς αναρχίας. Ο Ήφαιστος, συνεχίζοντας και κυρίως επεκτείνοντας το φιλοσοφικό εύρος και τη θεωρητική δεινότητα της Βρετανικής Σχολής των Διεθνών Σχέσεων και του Bull ιδιαίτερα στην Άναρχη Κοινωνία, προσπαθεί να επαναφέρει το διεθνολογικό στοχασµό περί πολέµου στη µοναδική ορθή του βάση:ο πόλεµος ως ένας από τους κεντρικούς θεσµούς του διεθνούς συστήµατος, έχει ως µοναδικό του πολιτικό σκοπό (η επιρροή από τον Clausewitz είναι εµφανής) τη διεθνή τάξη που στοχεύει σε µία µη ηγεµονική ισορροπία της ισχύος. Υπ’ αυτή την έννοια ο ηγεµονικός πόλεµος είναι η κυριότερη ίσως διεθνική ανωµαλία στις διεθνείς σχέσεις και χωρίς αµφιβολία η κύρια πηγή αστάθειας και κρίσης της διεθνούς ασφάλειας εν γένει. Ο ηγεµονικός πόλεµος παραβιάζει τις αρχές του πολιτικού ρεαλισµού και την ουσία του πολέµου όπως µας τη δίδαξε τουλάχιστον ο προπάτορας του διεθνολογικού κλάδου Θουκυδίδης. Το γεγονός ότι η διεθνής κανονιστική ανάπτυξη των πέντε τελευταίων αιώνων οικοδοµήθηκε στο status quo της εθνικής-κρατικής ετερότητας, σηµατοδοτώντας έτσι µία προτεραιότητα της τάξης έναντι της δικαιοσύνης ως βασικό κριτήριο ρύθµισης των διεθνών σχέσεων, δε σηµαίνει ότι εγκαταλείπουµε συνειδητά την αναζήτηση της δικαιοσύνης µεταξύ των ανεξάρτητων και κυρίαρχων κρατών. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Έλληνας διεθνολόγος, διανοίγοντας µε αυτό τον τρόπο ένα νέο δρόµο στη µέχρι τώρα στοχαστική του πορεία, αφιερώνει ένα µεγάλο µέρος της θεωρητικής του ανάλυσης στο αναµφίβολα ακανθώδες ζήτηµα της δικαιοσύνης στο διεθνή χώρο. Η αναφορά του στην έννοια της διανεµητικής δικαιοσύνης του John Rawls και η ενασχόλησή του µε ένα υγιές και παραγωγικό τµήµα της φιλελεύθερης σχολής των Διεθνών Σχέσεων φανερώνει την εναγώνια προσπάθεια του µελετητή του «θουκυδίδειου αδιέξοδου» να ξεπεράσει χωρίς θεωρητικές αβαρίες και ιδεοληψίες τα “επικοινωνιακά” στεγανά των κυρίαρχων διεθνολογικών Παραδειγµάτων, µεταφέροντας τη συζήτηση σε ένα πεδίο δηµιουργικής πνευµατικής σύνθεσης και πραγµατικού επιστηµονικού διαλόγου. Με την έννοια αυτή ο Ήφαιστος προσκαλεί την ελληνική διεθνολογική κοινότητα σε ένα για πρώτη φορά ίσως ουσιαστικό και πρωτότυπο διάλογο πάνω στα ζητήµατα αιχµής των Διεθνών Σχέσεων.
Τα δύο τελευταία βιβλία του Έλληνα διεθνολόγου Παναγιώτη Ήφαιστου συνιστούν δίχως άλλο µία “στοχαστική υποθήκη” για το παγκόσµια άδηλο µέλλον των διεθνών σχέσεων, µία “παρακαταθήκη” πολιτικής φιλοσοφίας των διακρατικών σχέσεων, από την οποία πολλά έχει να διδαχθεί η ελληνική εξωτερική πολιτική και διπλωµατία και κατά συνέπεια η εθνική ανεξαρτησία και επιβίωση της χώρας µας στο δύσβατο αυτό γεωστρατηγικό σταυροδρόµι που οριοθετούν τα υποσυστήµατα των Βαλκανίων, της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Αν θα έπρεπε έτσι να καταλήξουµε σε κάποια χρήσιµα από πρακτική άποψη και προς περαιτέρω φιλοσοφική συζήτηση συµπεράσµατα γύρω από τους θεωρητικούς προβληµατισµούς που θέτει ο κορυφαίος Έλληνας διεθνολόγος θα καταλήγαµε στα εξής δύο:
  1. (Αγγλοσαξονικός) ηγεµονισµός και (ισλαµική) τροµοκρατία ως οι δύο όψεις του ίδιου νοµίσµατος πρέπει να εκλαµβάνονται ως αδιέξοδες διεθνικές ανωµαλίες του συστήµατος των κυρίαρχων κρατών, που το µόνο που µπορούν να προσφέρουν είναι περισσότερα αδιέξοδα στα ήδη υπάρχοντα που ιστορικά έχει σωρεύσει η άνιση ανάπτυξη.
  2. Ο ηγεµονικός πόλεµος υπονοµεύει τις αρχές του θουκυδίδειου ρεαλισµού, στο βαθµό όπου αντίκειται στο οντολογικό και πολιτικό περιεχόµενο της κοσµοθεωρητικής ετερότητας:στην ισορροπία της ισχύος µεταξύ ισότιµων και ανεξάρτητων-κυρίαρχων κρατών.

(Πρωτοδηµοσιεύτηκε στην Επιθεώρηση Εξωτερικά Θέµατα, τ. 5, Απρίλιος 2002, σσ. 202-207 και εκ νέου σε νέα µορφή στο βιβλίο του Σπύρου Μακρή, Πολιτικά και Διεθνολογικά, Αθήνα:Ειδική Εκδοτική, 2003/Μία έκδοση της Επιθεώρησης Εξωτερικά Θέµατα).



Τη διαπάλη µεταξύ διεθνιστικών-υπερεθνικών αξιώσεων παγκόσµιας κυριαρχίας, αξιώσεων διακριτής κυριαρχίας στη βάση της κοσµοθεωρητικής ετερότητας µιας εκάστης συλλογικής οντότητας, που είναι το σηµαντικότερο χαρακτηριστικό των διεθνών σχέσεων, παρακολουθεί διεξοδικά στη µελέτη του ο Π. Ήφαιστος.Το βασικό συµπέρασµα, που προκύπτει από την ανάλυση του Π. Ήφαιστου, αφορά τους κοσµογονικούς µετασχηµατισµούς των τελευταίων αιώνων και ιδιαίτερα της ύστερης µεταπολεµικής εποχής, που εδραιώνουν το κράτος-έθνος ως την κυρίαρχη συλλογική µονάδα των διεθνών σχέσεων. Ταυτόχρονα, η επικράτηση του έθνους-κράτους, νικηφόρος έκβαση αυτής της ιστορικής διαπάλης, σηµαίνει, σύµφωνα µε τον Π. ΄Ηφαιστο τα εξής: Πρώτον, το ιστορικό και ίσως το οριστικό τέλος του διεθνισµού και κοσµοπολιτισµού. Αυτό το ιστορικό γεγονός συµβολίζεται από τη συντριβή της τελευταίας, µεγάλης, διεθνιστικής κοσµοθεωρίας στη Σοβιετική Ένωση. Εξίσου σηµαντικό γεγονός αποτελεί και ο κυρίαρχος ρόλος των εθνικών κυβερνήσεων στο σύστηµα ευρωπαϊκής διακυβέρνησης, που επίσης συµβολίζει την ανεπίστροφη ιστορική νίκη του έθνους-κράτους επί των διεθνιστικών ή κοσµοπολιτίκων αξιώσεων και την καθιέρωση της κρατικής κυριαρχίας ως της κεντρικής αρχής βάσει της οποίας επιζητείται η ρύθµιση συστήµατος κρατών. Δεύτερον, ως κατακτήσεις του ανθρωπίνου πολιτισµού στις σχέσεις µεταξύ των κυρίαρχων εθνών-κρατών θεωρούνται πλέον η διακρατική ισοτιµία και το διακαίωµα εσωτερικής αυτοδιάθεσης κάθε κυρίαρχου κράτους. Τρίτον, οι προσπάθειες κατίσχυσης αυτών των κατακτήσεων σηµατοδοτούνται από την ανάδειξη των αρχών του διεθνούς δικαίου στις σχέσεις µεταξύ κυρίαρχων κρατών και από την υιοθέτηση συστηµάτων συλλογικής ασφάλειας, µέσω των οποίων επιδιώκεται να σταθεροποιηθεί το σύστηµα κρατών που εδράζεται στην κρατική κυριαρχία και στο απαραβίαστό της.
Στα τρία πρώτα µέρη της µελέτης, ο Π. Ήφαιστος ασχολείται µε κορυφαία ζητήµατα που αφορούν το έθνος-κράτος, το Διεθνές Σύστηµα και τη θωρία των Διεθνών Σχέσεων. Στο τέταρτο και τελευταίο µέρος, εξετάζει τις αφετηριακές λογικές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τις κυριότερες σχολές σκέψης της θεωρίας ολοκλήρωσης, την έννοια και το περιεχόµενο της «ευρωπαϊκής διακυβέρνησης, το γερµανικό ζήτηµα και την ευρωπαϊκή αµυντική ταυτότητα.

Σωτήρης Ντάλης, Οικονοµικός Ταχυδρόµος



TO ΕΘΝΟΣ-ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΝΕΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΤΑΞΗ
Τα σύνορα στα Βαλκάνια αλλάζουν µε τη δύναµη των όπλων, στην ΕΕ ελαστικοποιούνται χάρη στο ευρώ. Τα σύνορα όλου του κόσµου γίνονται πορώδη ελέω παγκοσµιοποίησης και παγκόσµιας ηγεµονίας των ΗΠΑ. Κι όµως. Βρισκόµαστε «όχι στο τέλος αλλά στην αφετηρία της βασιλείας του κυρίαρχου έθνους-κράτους». Το έθνος-κράτος που βρίσκεται στο επίκεντρο του διεθνούς προβληµατισµού λόγω της ανάπτυξης υπερεθνικών δοµών (Ευρωπαϊκή Ένωση, ΟΗΕ, Οργανισµός Παγκοσµίου Εµπορίου, ΔΝΤ). Το έθνος-κράτος στο όνοµα της διατήρησης ή της δηµιουργίας του οποίου γίνονται πόλεµοι στα Βαλκάνια την τελευταία δεκαετία χωρίς ορατό σηµείο λήξης τους… Το έθνος-κράτος που φαίνεται να υποχωρεί στην άσκηση της διεθνούς διπλωµατίας υπέρ µιας αντίληψης παγκόσµιας τάξης κατά την οποία η κυριαρχία δεν είναι διακριτική αλλά ενιαία και επιβεβληµένη µε το δίκαιο του ισχυρότερου…
Αφιερωµένο στον Παναγιώτη Κονδύλη, περιέχει πολλά στοιχεία που θα µπορούσαν να θεωρηθούν εµβάθυνση της διαδικασίας εκείνου περί της «Θεωρίας του πολέµου». Κεντρικό συµπέρασµα του Παναγιώτη Ήφαιστου, ερειδόµενο στα διδάγµατα της ιστορίας 5000 ετών, είναι ότι το έθνος-κράτος συµβολίζει την ανεπίστροφη ήττα του διεθνισµού. Με άλλα λόγια, «το έθνος- κράτος µε ιστορικούς όρους νίκησε στη διαπάλη µε την αξίωση διεθνούς εξοµοίωσης µε τρόπο που παραγνωρίζει τη διεθνή ετερότητα». Γι’ αυτό – καταλήγει ο συγγραφέας– «το έθνος-κράτος συνιστά την υπέρτατη κατάκτηση του ανθρώπινου πολιτισµού µε την οποία είναι ασύµβατες οι διεθνιστικές και κοσµοπολίτικες παραδοχές όλων των αποχρώσεων».
Σηµειώνεται ο συγγραφέας ταυτίζει το διεθνισµό µε τον ηγεµονισµό ως τις δύο όψεις του ίδιου νοµίσµατος. Και εξηγεί ότι ιστορικά χάνουν διαρκώς έδαφος, παρά τον ενθουσιασµό των θεωρητικών της παγκοσµιοποίησης, διότι:
  1. Ηττήθηκαν όλες οι ιστορικές αξιώσεις αυτοκρατορίας
  2. Τα νεότερα χρόνια αντιµετωπίστηκε επιτυχώς η ρωµαιοκαθολική αξίωση θεοκρατικής αυτοκρατορίας στην Ευρώπη (έτσι δηµιουργήθηκε το έθνος-κράτος)
  3. Ακυρώθηκαν οι οικουµενικές ναζιστικές αξιώσεις
  4. Στην Ευρώπη η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όχι µόνο δεν εξάλειψε το έθνος-κράτος αλλά αντίθετα το ενδυνάµωσε και το κατέστησε κυρίαρχο θεσµό του κοινοτικού κανονιστικού συστήµατος διακυβέρνησης
  5. Στην ΕΣΣΔ έπαθε πανωλεθρία η ισχυρότερη και τελευταία διεθνιστική ιδεολογία όλων των εποχών
  6. Αν και εφήµερα φαινόµενα εξαπατούν, τα υπολείµµατα αυτοκρατορικών διεθνισµών όπως εκδηλώνονται µε τις ύστερες ηγεµονικές αξιώσεις του φιλελευθερισµού δεν αποτελούν παρά το κύκνειο άσµα όλων των διεθνισµών.
Η συστηµική θεώρηση του Παναγιώτη Ήφαιστου δίνει απάντηση στο ερώτηµα πότε θα υπάρξει διεθνής ειρήνη και σταθερότητα:
  1. Όταν σταθεροποιηθούν και ωριµάσουν τα έθνη-κράτη και οι θεωρίες τους
  2. Όταν δεν θα υπάρχει δυνατότητα να ευοδώνονται οι ηγεµονικές αξιώσεις
  3. Όταν επιλυθεί το πρόβληµα της άνισης ανάπτυξης
  4. Όταν δεν θα υπάρχουν πλέον τα αλυτρωτικά αιτήµατα
  5. Όταν θα τερµατιστούν οι ιστορικές διακρατικές διαφορές
Ήτοι: Υπό καθεστώς διεθνούς αναρχίας δεν αναµένεται στο ορατό µέλλον διεθνής σταθερότητα µεταξύ των κυρίαρχων κρατών του διεθνούς συστήµατος. Αυτό το γεγονός υπογραµµίζει τη σηµασία και την αξία του έθνους-κράτους ως κοσµοθεωρητικής ασπίδας και ως συστήµατος διανεµητικής δικαιοσύνης που διαθέτει κάθε κοινωνία. Κυρίαρχο συµπέρασµα της ανάλυσης του Παναγιώτη Ήφαιστου είναι ότι «κάθε κανονιστική ανάπτυξη που δεν εµπεριέχει κριτήρα αναζήτησης δικαιοσύνης στις σχέσεις των µελών της είναι καταδικασµένη να παραµένει περιορισµένη θεσµικά και πολιτικά». Κατά την εκτίµησή του αυτό και µόνο το γεγονός ερµηνεύει σε πολύ µεγάλο βαθµό την καχεξία των διεθνών θεσµών και του διεθνούς δικαίου τους τελευταίους αιώνες καθώς επίσης και τις δυσκολίες εµβάθυνσης της διαδικασίας ολοκλήρωσης. «Η ΟΝΕ –πιστεύει– είναι δυνατόν να καταστεί πηγή µεγάλων καταστροφών αν δεν ενσωµατώσει κριτήρια πανευρωπαϊκής δικαιοσύνης». Το βασικό ερώτηµα –υποστηρίζει– είναι κατά πόσο βήµατα εµβάθυνσης όπως αυτό της ΟΝΕ οδηγούν προς µεγαλύτερη αλληλεγγύη και εξάλειψη της άνισης ανάπτυξης ή προς την αντίθετη κατεύθυνση. Και απαντά: «Αν η ΟΝΕ δεν συνοδεύεται από πολιτική ένωση, νοµοθετικές εξουσίες ανάλογες της εµβέλειας του εγχειρήµατος και κοσµοθεωρητικές παραδοχές µε προεκτάσεις στις κοινωνίες των κρατών-µελών (και όχι µόνο µεταξύ των ελίτ), η εξουδετέρωση των άµεσων κοινωνικών ελέγχων και εξισορροπήσεων τρέφει την άνιση ανάπτυξη και τα διλήµµατα ασφάλειας».
Αν πρόκειται απλώς για οικονοµική ολοκλήρωση, το ανώτατο στάδιο της οποίας συµβολίζει η ΟΝΕ, στο οποίο θα ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας, τότε όχι µόνο τα αίτια της άνισης ανάπτυξης δεν αντιµετωπίζονται, αλλά επιπλέον εντείνονται. Και αυτό επειδή οικοδοµούν κοινωνικές αντιθέσεις στα θεµέλια της οικονοµικής αλληλεξάρτησης, που θα µπορούσαν να την αντιστρέψουν από συνεργατική αλληλεξάρτηση σε συγκρουσιακή διαδικασία ξεπλέγµατος και νέων ανακατανοµών. «Είναι ένα πράγµα –εξηγεί– η κοινωνιοκεντρική ολοκλήρωση και άλλο πράγµα η συµµετοχή των κρατών σε κοινούς θεσµούς που προωθούν συνθήκες εταιρικής συνύπαρξης και συνεργασίας. Στη δεύτερη περίπτωση οι αξιώσεις ισχύος όταν ο φόβος της άνισης ανάπτυξης ή οι καταχρήσεις της δεσπόζουσας θέσης των ισχυρών µελών στο σύστηµα αµφισβητήσουν θεµελιωδώς την ανεξαρτησία-αυτονοµία».

Η ανάπτυξη

Ασφαλώς, υπογραµµίζει, είναι φυσικό ότι τα προβλήµατα της Κοινότητας θα είναι περιορισµένα όσο η άνιση ανάπτυξη θα αφορά στις σχέσεις των µεγάλων µελών µε τα µικρότερα µέλη. Μεγάλο πρόβληµα προκύπτει αν υπάρξουν παραστάσεις άνισης ανάπτυξης µεταξύ των µεγάλων δυνάµεων της ΕΕ. Ένα ερώτηµα που εύλογα ανακύπτει είναι γιατί το σύστηµα κυρίαρχων κρατών δεν σταθεροποιείται, αν πράγµατι το έθνος-κράτος ιστορικά νίκησε. Η απάντηση του Παναγιώτη Ήφαιστου είναι η εξής:
  1. Λόγω υπολειµµάτων ηγεµονικών διεθνιστικών αξιώσεων που αντιµάχονται το καθεστώς διεθνούς κυριαρχίας
  2. Λόγω διεθνιστικών ή κοσµοπολίτικων ιδεών που αντιµάχονται αρχές του Διεθνούς Δικαίου
  3. Λόγω άνισης ανάπτυξης που δηµιουργεί αίτια πολέµου στις σχέσεις µεταξύ των κυρίαρχων εθνών-κρατών
  4. Λόγω ιστορικών διακρατικών διαφορών και αλυτρωτικών αιτηµάτων
  5. Λόγω ανωριµότητας πολλών κοινωνιών, οι οποίες πειραµατίζονται µε κανονιστικές δοµές εταιρικού χαρακτήρα που υποβαθµίζουν τα συλλογικά πνευµατικά χαρακτηριστικά των µελών
Το βιβλίο –βαθύτατα ιδεολογικό, να το επαναλάβουµε– διαπνέεται από τη βεβαιότητα ότι «η επικράτηση του έθνους-κράτους δεν είναι ιστορικό ατύχηµα αλλά νικηφόρα έκβαση της ιστορικής διαπάλης µεταξύ των αέναων αξιώσεων διακριτής κυριαρχίας και διεθνιστικής κανονιστικής και κοσµοθεωρητικής συγκρότησης του κόσµου η οποία ισχύει για πέντε τουλάχιστον χρόνια γνωστής ιστορίας». Η ανάδειξη του έθνους-κράτους ως της θεµελιώδους συλλογικής οντότητας του διεθνούς συστήµατος κατά τη διάρκεια των νεότερων χρόνων οφείλεται στην αποτυχία όλων ανεξαιρέτως των    αξιώσεων διεθνιστικής ηγεµονικής αυτοκρατορικής συγκρότησης.
Η χαριστική βολή που σφράγισε –ενδεχοµένως ανεπίστροφα– αυτή την αποτυχία είναι η τραγική κατάληξη και στη συνέχεια η συντριβή της Σοβιετικής Ένωσης. Καταδείχθηκε έτσι το πεπερασµένο της ισχυρότερης ίσως διεθνιστικής ιδεολογίας όλων των εποχών, δηλαδή της ιδέας για µια κοµµουνιστική παγκόσµια αταξική κοινωνία, που επιχειρήθηκε να ενσαρκωθεί στο σοβιετικό σύστηµα.

Ο ελληνικός κοσµοπολιτισµός

Στην Ελλάδα κυριαρχούν κοσµοπολίτικες αντιλήψεις, γεγονός που –κατά τον Π. Ήφαιστο– ερµηνεύει το «διπλωµατικό ανορθολογισµό και την ιδεολογική διάβρωση που ευθύνεται για την αδυναµία ανάπτυξης αυτοδύναµων εθνικών κρατικών κοσµοθεωριών οι οποίες θα στήριζαν την εθνική ανεξαρτησία». Για να κατανοήσει κανείς πώς εννοεί τον κοσµοπολιτισµό τής κυρίαρχης ελληνικής πολιτικής και διπλωµατικής αντίληψης ο συγγραφέας, θα πρέπει να προηγηθεί η ανάγνωση των εξής επισηµάνσεών του:
Ο διεθνισµός και ο κοσµοπολιτισµός συνιστούν κοσµοθεωητική, πολιτική και νοµική ανωµαλία γιατί: Κοσµοθεωρητικά αντιβαίνουν στην ηθικανονιστική ετερότητα των κοινωνιών του διεθνούς χώρου. Πολιτικά αντιµάχονται το µόνα κοινωνικά νοµιµοποιηµένα συστήµατα διανεµιτικής δικαιοσύνης, δηλαδή τις εθνικές-κρατικές δοµές. Νοµικά αντιµάχονται τις θεµελιώδεις αρχές του Διεθνούς Δικαίου, δηλαδή του σεβασµού της κυριαρχίας των κρατών, της διακρατικής ισοτιµίας, του δικαιώµατος εσωτερικής αυτοδιαθέσης. Θεσµικά δεν είναι συµβατά µε τα συστήµατα συλλογικής ασφάλειας, όπως ο ΟΗΕ, των οποίων σκοπός είναι η διαφύλαξη και ενίσχυση των εθνών-κρατών και των κοσµοθεωριών τους (δηλαδή των εθνικών συνειδήσεων).
Ο Π. ΄Ηφαιστος ορίζει τη διαφορά διεθνισµού-κοσµοπολιτισµού ως εξής: Ο διεθνισµός συναρτάται µε συγκεκριµένους σκοπούς, δράσεις και µεθοδεύσεις παγκόσµιας ενότητας. Ιστορικά ήταν πάντα ηγεµονικού, δυναστικού και γενοκτονικού περιεχοµένου. Ο κοσµοπολιτισµός συνιστά νεφελώδη, αφελή και απολιτική παραδοχή. Είτε λόγω αφέλειας είτε λόγω τρικυµίας εν κρανίω υπηρετεί πάντα τις ηγεµονικές – διεθνιστικές αξιώσεις επειδή απονευρώνει και εξασθενεί τις εθνικές-κρατικές κοσµοθεωρίες καθιστώντας τα λιγότερα ισχυρά κράτη λεία θύραθεν επιδιώξεων.
Η ικανοποίηση του δίκαιου αιτήµατος κάθε κοινωνίας για εσωτερική αυτοδιάθεση και ξεχωριστά συστήµατα διανεµητικής δικαιοσύνης συνοδεύεται αναπόφευκτα από το διεθνές πρόβληµα, δηλαδή την διεθνή αναρχία και τις συνέπειές της. Έτσι, στον ένα δίσκο της πλάστιγγας των διεθνολογικών διληµµάτων έχουµε το σύστηµα κρατών και το διεθνές πρόβληµα, στον άλλο την αξίωση παγκόσµιας κυριαρχίας, η οποία, όπως η ιστορία διδάσκει, επιτυγχάνεται µόνο ηγεµονικά και γενοκτονικά».

Η αποµυθοποίηση της παγκοσµιοποίησης και οι ατέλειες του διεθνούς συστήµατος

Παγκοσµιοποίηση, κατά τον ορισµό του Παναγιώτη Ήφαιστου, είναι τα «πνευµατικά και αισθητά φαινόµενα που αναπτύσσονται πέραν και υπεράνω των συστηµάτων διανεµητικής δικαιοσύνης των κρατών». Οι αντιδράσεις διαφόρων οµάδων είναι, κατά την εκτίµησή του, αναµενόµενες και εντάσσονται στις ιστορικές αξιώσεις κυριαρχίας. Και εξηγεί: «Μύθοι περί σύγχρονου πλουραλιστικού διεθνούς συστήµατος ή περί παγκόσµιας κοινωνίας που αντιπαρατίθεται µε την κοινότητα των κυρίαρχων κρατών αποτελούν ολισθηρό έδαφος που θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια, την ευηµερία, την επιβίωση των απειλούµενων κρατών και τη διεθνή ειρήνη και σταθερότητα. Όροι, όπως παγκόσµια κοινωνία και διεθνής κοινωνία, που δεν ευνοούν την κοινότητα των κυρίαρχων κρατών, αποτελούν επικίνδυνο και αποσταθεροποιητικό πολιτικό µύθο εξοµοιωτικού χαρακτήρα και ηθικοκανονιστικά σοβινιστικού. Πρωτίστως, εξυπηρετεί τον πολιτικό στόχο αποδυνάµωσης της κυριαρχίας των λιγότερο ισχυρών κρατών, ούτως ώστε να καταστήσει εύκολη λεία στις συνεχείς ηγεµονικές αξιώσεις ανακατανοµών συµφερόντων. Στην καλύτερη περίπτωση, ενδεχοµένως µελλοντικά, θα µπορούµε να µιλούµε για µια βελτιωµένη εκδοχή της σηµερινής κοινότητας κυρίαρχων κρατών. Η εκπλήρωση ενός τέτοιου σκοπού, δηλαδή ενός σταθερού διακρατικού συστήµατος, δεν αποτελεί µόνο µέληµα της σηµερινής εποχής αλλά µακραίωνη αναζήτηση τρόπων αντιµετώπισης των αιτιών πολέµου που συναρτώνται κυρίως µε τη σταδιακή εξάλειψη των διακρατικών διαφορών, τον έλεγχο του ηγεµονισµού – αναθεωρητισµού, την επίλυση του προβλήµατος άνισης ανάπτυξης, την πλήρη και καθολική εφαρµογή των θεµελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου και τη δηµιουργία ενός αποτελεσµατικού συστήµατος συλλογικής ασφάλειας. Στο πλαίσιο αυτών των µακραίωνων αναζητήσεων, η ιστορική πείρα επιβεβαιώνει ότι αντίθετα µε τις παιδαγωγικού χαρακτήρα διεθνοηθικιστικές αφέλειες, η αντιµετώπιση των ατελειών του διεθνούς συστήµατος δεν είναι συναισθηµατική υπόθεση. Αντίθετα, η αντιµετώπισή τους συνεπάγεται συλλογική συνείδηση, η οποία αργά αλλά σταδιακά οικοδοµείται, πως αποτελεί κοινό συµφέρον όλων των κρατών και κατάκτηση του ανθρώπινου πολιτισµού να είναι σεβαστό το δικαίωµα της εσωτερικής αυτοδιάθεσης κάθε κυρίαρχης οντότητας. Όλα τα υπόλοιπα είναι είτε ευτελείς ηγεµονικές εκλογικεύσεις που µεταπρατικά και εργολαβικά αναπαράγονται εξυπηρετώντας έτσι την αποδυνάµωση της πολιτικής κυριαρχίας υποψηφίων για ηγεµονική διάβρωση ασθενών κρατών».



Το δοκίµιο αυτό του Π. Ήφαιστου αποτελεί µια φιλοσοφική και συνάµα ηθική προσέγγιση στη γεωπολιτική των καιρών. Ουσιαστικά όλων των καιρών, σε όλη τη διάρκεια της Ιστορίας και την µόνιµη ταλάντωση µεταξύ της διεθνιστικής ή κοσµοπολίτικης θεώρησης των γεωπολιτικών πραγµάτων που επιβάλλεται από τις εκάστοτε ηγέτιδες δυνάµεις και την διατήρηση της διεθνούς τάξης, και της διάθεσης προς αυτοπροσδιορισµό και ελευθερία των λαών που εκφράζεται µε τη διάδοση του κράτους-έθνους. Η αέναη σχεδόν αυτή διαλεκτική σχέση του παγκόσµιου γεωπολιτικού γίγνεσθαι µας οδηγεί στην σηµερινή γεωπολιτική πραγµατικότητα που αποτελεί µια από τις καµπές της παγκόσµιας Ιστορίας.
Τι θα επικρατήσει τελικά; Μια παγκόσµια ενιαία αρχή που θα δηλώνει θεµατοφύλακας της παγκόσµιας τάξης και ειρήνης, ή το «αναρχικό» µοντέλο των πολλών κρατών-εθνών που είναι αναπόφευκτο να δηµιουργεί αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις;
Ο συγγραφέας αναλύει το φιλοσοφικό και ηθικό µέρος των γεωπολιτικών και διεθνών σχέσεων µε ενυπωσιακή εµβρίθεια και ενάργεια. Όλες οι θεωρητικές παράµετροι καλύπτονται επαρκώς.
Όµως το βιβλίο δεν µένει µόνο στη θεωρία. Το δεύτερο µέρος του καλύπτει πλήρως το ρόλο που καλείται να διαδραµατίσει η Ε.Ε. προσαρµόζοντας τις δοµές της στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον µε στόχο την διατήρηση του µοντέλου έθνους-κράτους ως βασικού κυττάρου της κοσµοθεωρητικής ετερότητας έναντι του διεθνισµού-κοσµοπολιτισµού.
Γράφει επ’ αυτού ο συγγραφέας: «Οι ατέλειες» του συστήµατος κρατών, όπως είναι φανερό, οφείλονται στην άνιση ανάπτυξη και στα διλήµµατα ασφαλείας, στις διαιωνιζόµενες προχωρηµένες ηγεµονικές συµπεριφορές, στις ιστορικές διακρατικές διαφορές, στις αναθεωρητικές επιδιώξεις και στις αξιώσεις ανεξαρτησίας µεγάλων κοινωνιών που δεν έχουν ακόµη κατακτήσει την πολιτική τους κυριαρχία. Παραδοχή ύπαρξης αυτών των «ατελειών» του συστήµατος κρατών υποδηλώνει και τους τρόπους επίτευξης διεθνούς ειρήνης και στραθερότητας. Βεβαίως, η επιτυχής αντιµετώπιση αυτών των «ατελειών» δεν προδικάζεται στο ορατό µέλλον γεγονός που υπογραµµίζει την σηµασία του έθνους-κράτους αφενός ως της θεµελιώδους νοµικής, πολιτικής και κοσµοθεωρητικής συλλογικής οντότητας των διεθνών σχέσεων, και αφετέρου, ως του πολυτιµότερου αγαθού που διαθέτει κάθε κοινωνία για να εφαρµόσει τα οικεία συστήµατα διανεµητικής δικαιοσύνης, να συναλλάσεται ισότιµα µε τις άλλες κοινωνίες και να οργανώνει την ασφάλεια της κ

Ο Παναγιώτης Ήφαιστος είναι καθηγητής διεθνών σχέσεων και ευρωπαϊκών σπουδών και κάτοχος ευρωπαϊκής έδρας Jean Monnet. Από το 1990 μέχρι το 2007 δίδαξε στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου. Το 2007 μετατάχθηκε στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς.






e-mail Facebook Twitter