Οι δεκαπέντε μάρτυρες της Τιβεριούπολης


Συγγραφέας : Θεοφύλακτος, Αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας
Μεταφραστής : Βλαχάκος, Πέτρος Κ.
Επιμελητής : Βλαχάκος, Πέτρος Κ.
Εκδότης : Ζήτρος
Έτος έκδοσης : 2008
ISBN : 978-960-463-047-9
Σελίδες : 422
Σχήμα : 19x13
Κατηγορίες : Βυζαντινή γραμματεία
Σειρά : Βυζαντινοί Συγγραφείς

25.44 € 17.55 €




[...] Το κείμενο «Περί των ιε' μαρτύρων της Τιβεριουπόλεως», εκτός από τη λογοτεχνική του αξία ως αφηγηματικός πεζογραφικός λόγος είναι διδακτικό και για τις γέφυρες επικοινωνίας που χτίζει ανάμεσα στην παλιά και την αναγεννώμενη πίστη των ανθρώπων της βυζαντινής Στρώμνιτσας και της ευρύτερης περιοχής, ανάμεσα στον βυζαντινό άνθρωπο και σ' εκείνον που προσπαθεί να του μοιάσει, ανάμεσα στην ελπίδα των μηνυμάτων της ειρηνικής συνύπαρξης σ' έναν κόσμο που καταργεί τα σύνορα με την παρηγορία της πίστης και στο πολιτικό και κοινωνικό μέλλον των κατοίκων της περιοχής. Μόνο ένας πνευματικός άνθρωπος του ύψους του θεοφύλακτου μπορούσε να ξαναφέρει αυτή την αναγεννητική ελπίδα στην απόμακρη από τη βυζαντινή πρωτεύουσα περιοχή. [...] [...] Το "Μαρτύριον των αγίων ιε' μαρτύρων της Τιβεριουπόλεως", μας παραδίδεται από ένα και μόνο χειρόγραφο (το χφ. Barocc.gr.197) του 14ου αιώνα (1343/1344)· Οι άγιοι ιε' μάρτυρες υπέστησαν το μαρτύριο κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουλιανού, που, σύμφωνα με τις εκκλησιαστικές πηγές και τους βυζαντινούς χρονογράφους, εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών της Μ. Ασίας (περιοχής Νίκαιας) και της Μακεδονίας (περιοχής Αχρίδας), ειδικότερα εκείνων που κατέστρεφαν τους ειδωλολατρικούς ναούς. Τα ονόματα των ιε' Μαρτύρων αναφέρονται στο κείμενο, στο οποίο περιγράφονται η φυγή των τεσσάρων από τη Νίκαια προς την Τιβεριούπολη, που τους ακολούθησαν και οι υπόλοιποι ένδεκα, η σύλληψη και η καταδίκη τους. Η Τιβεριούπολη δέχτηκε τα νεκρά σώματά τους και εδώ, σύμφωνα με την αφήγηση του Θεοφύλακτου, αποδεικνύονται θαυματουργοί άγιοι. Φαίνεται ότι για ένα μεγάλο διάστημα, μετά την καταστροφή του τάφου τους κατά τους σκοτεινούς χρόνους, οι άγιοι ιε μάρτυρες επανεμφανίζονται όταν οι Βούλγαροι ασπάζονται τον χριστιανισμό και αναμιγνύονται, σύμφωνα με τις έρευνες της Ν. Dragova (Starobulgarskite izvori na zitijeto za petnadeset Tiveriupolski momci of Teofilact Ochridski, "Studia Balcanica" 1(1970) 105-131) με πρωτοβουλγαρικές παραδόσεις για την ανακάλυψη των λειψάνων στη Στρώμνιτσα τη μετακομιδή τους στην Bregalnica και την πολιτικοθρησκευτική επιλογή του βασιλιά Βόριδος να δεχτεί ο ίδιος και ο λαός του τον Χριστιανισμό, γνωρίζοντας τη θαυματουργική επίδραση των αγίων προσωπικά και παρατηρώντας τα θαύματα τους σε πιστούς που επιδίωκαν τη μετακομιδή των λειψάνων στους τόπους τους. [...] (από τον πρόλογο του βιβλίου)

Ο Θεοφύλακτος καταγόταν από την Εύβοια και το επίθετο του μας είναι γνωστό (Ήφαιστος). Ο ίδιος μας πληροφορεί ότι ωφελήθηκε πάρα πολύ από τις συναναστροφές στην Κωνσταντινούπολη και τις γνώσεις του δασκάλου "του υπάτου των Φιλοσόφων" Μιχαήλ Ψελλού, στην οποία διέπρεψε ως «μαΐστωρ των ρητόρων» (καθηγητής δηλ. της αρχαίας ελληνικής γραμματείας) και αργότερα ως διδάσκαλος του Ευαγγελίου (ερμηνευτής δηλ. της Καινής Διαθήκης) και καθηγητής της Θεολογίας, ένα αξίωμα και λειτούργημα ταυτόχρονα που του το επέτρεπε να το ασκεί η συγκατάθεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και το οποίο άσκησε έως περίπου το 1089, όταν εκλέχτηκε αρχιεπίσκοπος Αχρίδος. Στην αρχιεπισκοπή παρέμενε ως το τέλος της ζωής του που σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες τοποθετείται μετά το έτος 1126. Λόγιος με στερεή μόρφωση ο Θεοφύλακτος έδρασε στην Αχρίδα ως ανεξάρτητος πνευματικός ηγέτης της αυτοκέφαλης αρχιεπισκοπής Αχρίδος στην οποία ο Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος παραχώρησε το 1019 ιδιαίτερα προνόμια. Η αρχιεπισκοπή Αχριδών έμελλε να διαδραματίσει ρόλο στην πνευματική ζωή των Βουλγάρων έως την εποχή (1186) που αυτοί απέκτησαν αυτόνομη εκκλησία, το Πατριαρχείο Τυρνόβου. Η αρχιεπισκοπή της Πρώτης Ιουστινιανής, όπως ήταν γνωστή η εκκλησιαστική αρχή της Αχρίδας ως την εποχή της κατάληψης της από τους Βουλγάρους παρέμεινε και αυτή αυτοκέφαλος, όπως και η αρχιεπισκοπή Κύπρου, κι όταν απεσπάσθη «της χειρός των Βουλγάρων» από τον Βασίλειο Β΄ δεν θεωρήθηκε σκόπιμο να της αφαιρεθούν τα αρχαία προνόμια, απεναντίας να επεκταθεί η δικαιοδοσία της στις περιοχές της Βουλγαρίας και τοιουτοτρόπως να προστεθεί στον τίτλο του Αρχιεπισκόπου ο προσδιορισμός «πάσης Βουλγαρίας». Το γεγονός ότι η εκλογή του αρχιεπισκόπου Αχρίδος και πάσης Βουλγαρίας γινόταν στην Κωνσταντινούπολη με σύμφωνη γνώμη του αυτοκράτορα και της Συνόδου του Πατριαρχείου δεν αντέβαινε στο αυτοκέφαλον της αρχιεπισκοπής, το οποίο διατήρησε μέχρι το έτος 1767 όταν υπηχση στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο Θεοφύλακτος Αχρίδος (ή Βουλγαρίας) έγραψε ποικίλα έργα: α) ερμηνευτικά, από τα οποία το πλέον προβεβλημένο είναι η ερμηνεία στους τέσσερις Ευαγγελιστές, β) αντιρρητικές πραγματείες, γ) ποιήματα, δ) ομιλίες και ε) επιστολές που απασχόλησαν ιδιαίτερα τη σύγχρονη έρευνα. Από τα νουθετικά του έργα ξεχωρίζει η "Βασιλική παιδεία", κείμενο που γράφτηκε ως διδαχή για τον Κωνσταντίνο Δούκα, γιο του Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα, με τον οποίο ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός αρραβώνιασε την κόρη του Άννα Κομνηνή. Από τα αγιολογικά του κείμενα ξεχωρίζουν ο "Βίος του Αγίου Κλήμεντος" και το "Μαρτύριον των αγίων ιε΄ μαρτύρων της Τιβεριουπόλεως".






e-mail Facebook Twitter