Οικογενειακή ζωή - Λόγοι Δ'


Συγγραφέας : Παΐσιος, Αγιορείτης Γέροντας, 1924-1994
Εκδότης : Ιερόν Ησυχαστήριον Μοναζουσών "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος"
Έτος έκδοσης : 2018
ISBN : 421621
Σελίδες : 319
Σχήμα : 24x15
Κατηγορίες : Γάμος - Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία Μοναχοί

15.00 € 13.50 €




Με τον παρόντα τόμο συνεχίζουμε την δημοσίευση των λόγων του μακαριστού Γέροντος Παϊσίου με θέματα για την οικογένεια και για τις δοκιμασίες που υφίσταται ο άνθρωπος εξ αιτίας της κρίσεως του θεσμού της οικογένειας στην εποχή μας. Ο Γέροντας έλεγε ότι τα περισσότερα από τα γράμματα που λάμβανε προέρχονταν από ανθρώπους με οικογενειακά προβλήματα. Απέδιδε δε τα προβλήματα αυτά στην απομάκρυνση των ανθρώπων από τον Θεό και στην φιλαυτία τους. «Παλιά, έλεγε, η ζωή ήταν πιο ήρεμη και οι άνθρωποι έκαναν υπομονή. Σήμερα όλοι είναι τσακμάκια. Έναν λόγο δεν σηκώνουν. Και ύστερα αυτόματο διαζύγιο».

Ο Γέροντας από πολύ νωρίς τοποθετήθηκε ενεργώς μέσα στην μεγάλη οικογένεια της Εκκλησίας και αισθανόταν ότι δεν ανήκε πλέον στη μικρή οικογένειά του. Απέκτησε θεϊκή αγάπη και έγινε παιδί του Θεού. Γι’ αυτό ένιωθε όλους τους ανθρώπους αδέλφια του και αγαπούσε τον καθέναν «εν σπλάχνοις Ιησού Χριστού» (Φιλ. 1, 8). «Όταν βλέπω κάποιον ηλικιωμένον, μας έλεγε, λέω ότι αυτός είναι πατέρας μου. Όταν βλέπω κάποια γιαγιά, λέω ότι αυτή είναι μητέρα μου. Όταν δω μικρό παιδί, το βλέπω σαν ανηψάκι μου. Όλους τους αγαπώ. Άλλους τους χαίρομαι, άλλους τους πονώ. Ξέρεις τι είναι αυτό;». Αλλά και γινόταν για τον καθέναν, ανάλογα με την περίπτωση, παιδί, αδελφός, πατέρας, παππούς. Και η ειλικρινής αυτή αγάπη βοηθούσε όποιον τον πλησίαζε να υποστή την καλή αλλοίωση, να δεχθή τον λόγο του Θεού και να ζήση σύμφωνα με αυτόν. Ως μέλος του σώματος του Χριστού, όχι μόνον προσευχόταν με πόνο για όσους αντιμετώπιζαν προβλήματα μέσα στην οικογένεια, αλλά βοηθούσε και με τον λόγο του, όταν του το ζητούσαν, ακόμη και στα πιο ειδικά θέματα της οικογενειακής ζωής, αν και εκείνος ζούσε ως ασκητής.  

Έχοντας δοκιμασθή ο ίδιος στα «πυρά των πειρασμών» και στο καμίνι της αρρώστιας, η οποία με διάφορες μορφές τον επισκέφθηκε από το 1947 ως το 1994 που κοιμήθηκε, συνέπασχε με κάθε πονεμένο και προσευχόταν με πόνο για τους αρρώστους. Για την δική του υγεία φρόντιζε τόσο μόνον, όσο να μπορή να αυτοεξυπηρετήται και να εξυπηρετή αυτούς που τον επισκέπτονταν. Πίστευε πως, όταν θα αδιαφορούσε για τον δικό του πόνο, αυτό θα συγκινούσε τον Θεό και θα άκουγε την προσευχή του για τους άλλους αρρώστους. Σ’ εκείνους όμως συνιστούσε να κάνουν ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό, για να θεραπευθούν, και ό,τι είναι ανθρωπίνως αδύνατο να το αφήνουν στον Θεό. Συγχρόνως δυνάμωνε την πίστη τους, ώστε να αντιμετωπίζουν την αρρώστια τους με ελπίδα στον Θεό, αλλά και να μη λησμονούν ότι στην ζωή αυτήν όλοι είμαστε «πάροικοι και παρεπίδημοι» (Α’ Πέτρ. 2, 11) και να ετοιμάζωνται για την αιώνια ζωή.


Ο γέροντας Παΐσιος υπήρξε μια από τις πιο φωτισμένες αγίες μορφές της Εκκλησίας μας, των τελευταίων δεκαετιών. Γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας, που βρίσκεται στη Μικρά Ασία, στις 25 Ιουλίου του 1924 και προτού γίνει μοναχός ονομαζόταν Αρσένιος. Οι γονείς του, Πρόδρομος και Ευλαμπία Ενζεπίδη, ήταν πολύ ευσεβείς, ενώ ο Αρσένιος είχε άλλα 9 αδέλφια. Ο Αρσένιος από τη βρεφική κιόλας ηλικία, δέχτηκε την ευλογία από το Θεό να βαπτισθεί από έναν Άγιο που ζούσε στην περιοχή του, τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη. Ο Άγιος Αρσένιος προβλέποντας τον μελλοντικό αγιασμένο βίο του παιδιού, ζήτησε από την νονά του να το βαφτίσει Αρσένιο λέγοντας χαρακτηριστικά ότι ήθελε να αφήσει και αυτός καλόγερο στο πόδι του, δηλαδή που να έχει το όνομά του. Έναν μήνα σχεδόν μετά τη βάπτιση του Αρσενίου η οικογένεια του ακολούθησε το δρόμο της προσφυγιάς για την Ελλάδα, όπου και τελικά εγκαταστάθηκε στη Κόνιτσα. Ο μικρός Αρσένιος ζούσε έχοντας μεγάλη αγάπη στο Χριστό και την Παναγία μας και είχε πολύ μεγάλο πόθο να γίνει μοναχός. Πολύ του άρεσε να πηγαίνει στο δάσος όπου, κρατώντας έναν ξύλινο σταυρό, που είχε φτιάξει μόνος του, προσευχόταν. Σε ηλικία 21 ετών κατατάσσεται στο στρατό, όπου διακρίνεται για το ήθος και τη γενναιότητα του. Πάντα ζητούσε να πηγαίνει στην πρώτη γραμμή και στις πιο επικίνδυνες θέσεις, προτιμώντας έτσι να βρίσκεται εκείνος σε κίνδυνο και όχι κάποιος άλλος. Πάρα πολλές φορές κινδύνευσε να σκοτωθεί ο ίδιος, να γλυτώσει κάποιος άλλος συστρατιώτης του. Αφού τελείωσε το στρατό πήγε στο Άγιο Όρος γιατί είχε αποφασίσει να μονάσει εκεί. Το 1954 γίνεται μοναχός με το όνομα Αβέρκιος και έπειτα Παΐσιος, όπου και μόνασε στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου και κατόπιν στην Ιερά Μονή Φιλοθέου. Ως μοναχός είχε υποδειγματική υπακοή ενώ προσπαθούσε να βοηθήσει τους αδελφούς του μοναχούς όποτε και όπως μπορούσε. Από το έτος 1958 έως το 1964 ο Παΐσιος βρίσκεται εκτός του Αγίου Όρους, στην περιοχή της Κόνιτσας αρχικά για να στηρίξει χιλιάδες ψυχές, και να τις βοηθήσει να ξεφύγουν από την πλάνη των αιρετικών, ενώ αργότερα πηγαίνει στο ερημικό και δύσβατο Σινά στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης. Το 1964 επιστρέφει στο Άγιο Όρος. Εκεί μόνασε δίπλα σε χαρισματούχους γέροντες όπως ο παπά-Τύχωνας ο οποίος πολλές φορές έβλεπε την ώρα της Θείας Λειτουργίας, όπως ο ίδιος ομολογούσε, τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ να δοξολογούν το Θεό. Ο γέροντας πια Παΐσιος το 1979 μόνασε σε ένα κελάκι μόνος του στην περιοχή "Παναγούδα". Σιγά σιγά αρχίζει να γίνεται γνωστή η αγία μορφή του σε όλο και περισσότερους προσκυνητές. Όλη την ημέρα, από την ανατολή μέχρι την δύση, συμβουλεύει, παρηγορεί, διώχνει κάθε στενοχώρια, γεμίζει τις ψυχές με πίστη, ελπίδα και αγάπη για τον Θεό, ενώ τις νύχτες διαβάζει επιστολές που κατά δεκάδες του έστελναν καθημερινά και προσεύχεται στον Θεό επί ώρες για τους ανθρώπους που του ζητούν βοήθεια. Σε όλη αυτήν την καθημερινή κούραση του γέροντος Παϊσίου έρχονται να προστεθούν και τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν από το 1966. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του οι πόνοι από τις διάφορες αρρώστιες και κυρίως από τον καρκίνο που του είχε διαγνωσθεί λίγα χρόνια πριν, γίνονταν όλο και περισσότεροι. Παρ' όλ' αυτά όμως αυτός ήταν ήρεμος και υπέμενε χωρίς να διαμαρτύρεται καθόλου. Αντιθέτως συνέχιζε να προσεύχεται για όλους. Οι τελευταίες του ημέρες ήταν οδυνηρές, γεμάτες αφόρητους πόνους, που ξεπερνούσε χάρη στην βαθιά πίστη και αγάπη του στο Θεό. Στις 12 Ιουλίου 1994 ο γέροντας Παΐσιος παρέδωσε την όσια ψυχή του ήρεμα και ταπεινά στον Κύριο, τον Οποίο τόσο αγάπησε και υπηρέτησε από τη νεαρή του ηλικία.






e-mail Facebook Twitter