Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς και το τέλος μιας εποχής


Συγγραφέας : Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς
Μεταφραστής : Παπανικολόπουλος, Τζίμης
Εκδότης : Γαβριηλίδης
Έτος έκδοσης : 2010
ISBN : 978-960-336-513-6
Σελίδες : 364
Σχήμα : 25x17
Κατηγορίες : Ελληνική γραμματεία, Αρχαία

26.63 € 18.37 €




Η προσπάθεια πολλών ερευνητών να παρουσιάσουν τον Παλλαδά ως μεταμεληθέντα παγανιστή που ασπάστηκε το χριστιανισμό, δεν απέφερε κέρδος ούτε στην επιγραμματική ποίηση ούτε στη χριστιανική πίστη, εμείωσε όμως το ανάστημα του Ποιητή, διότι δεν αποκάλυψε τα εύστροφα γλωσσικά του σχεδιάσματα, στα οποία συνήθως κατέφευγε για να υπηρετήσει τις ανάγκες της σάτιράς του. Μέσα από το ίδιο μεταφραστικό εξαγόμενο προκύπτουν διαφορετικές αναγνώσεις. Και από μεν τη χριστιανική σκοπιά οι αναγνώσεις αυτές παράγουν μέτρια αποτελέσματα (γι' αυτό και ο Παλλάδας χαρακτηρίστηκε μέτριος ποιητής), από δε την παγανιστική αναδεικνύουν έναν σημαντικό σατιρικό, ο όποιος, επειδή ακριβώς κινδυνεύει, διατυπώνει τη φράση του με κώδικες προκειμένου να δηλώσει το στίγμα της ελληνικής του παιδείας σε μια εποχή όπου τα πράγματα ανεστράφησαν. Επιδίωξη του παρόντος πονήματος είναι να καταγράψει το κλίμα του Δ΄ αιώνα, αλλά και να προσδιορίσει ακριβέστερα την ποιητική διάσταση του τελευταίου "Έλληνα" επιγραμματοποιού, με την επίκληση αισθητικών και όχι ιδεολογικών προϋποθέσεων. Ο Παλλαδάς ο Άλεξανδρεύς -άγνωστος στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό και του οποίου «... το ποιητικό κύρος έφτασε στο απόγειό του μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο» ((J. Irmscher)- εζησε στο β΄ μισό του Δ΄ αιώνα και το έργο του βρίσκεται διασκορπισμένο στα οχτώ από τα δεκαέξι βιβλία της Παλατινής Ανθολογίας. Την εποχή αύτη ο χριστιανισμός εδραιώνεται και ανακηρύσσεται επίσημη θρησκεία του κράτους, ενώ τα αλλεπάλληλα διατάγματα του Θεοδοσίου νομιμοποιούν τους νέους διωγμούς που αναλαμβάνουν τώρα οι χθεσινοί διωκόμενοι. Οι πατριάρχες Αλεξανδρείας πρωτοστατούν. Τα αγάλματα των αρχαίων θεών καταστρέφονται, οι περιώνυμοι ναοί γίνονται «αχρημάτιστοι» και οι ιερείς... η σιγάν ή τεθνάναι δει, ενώ η προσωνυμία «έλλην» θεωρείται απρέπεια. Το 391 ο Αλεξανδρείας Θεόφιλος με τους φανατικούς οπαδούς του και τα πλήθη των μελανειμονούντων μοναχών θα ισοπεδώσουν το Μέγα Σεράπειο -τη μόνη Βιβλιοθήκη που απέμενε στην πρωτεύουσα του ύστερου Ελληνισμού-, και οι σπουδαίοι «νεκροί» του πνεύματος των Ελλήνων, που είχαν εκεί εναποτεθεί αε φροντίδα και τάξη, θα καταδικαστούν στη σιωπή και την ερήμωση. Ο Παλλαδάς, συγκλονισμένος από τα τραγικά γεγονότα, θα διατυπώσει επιγραμματικά την πικρία του: "Είμαστε αλήθεια ζωντανοί, ω Έλληνες, καθώς μας πήρε τώρα η συμφορά κι έγινε η ζωή μας εφιάλτης; Ή μήπως ζούμε εμείς κι έχει η ζωή πεθάνει;" Για όσους εξακολουθούν να αναζητούν μέσα από τα ερείπια της Ιστορίας το πνεύμα των Ελλήνων που χάθηκε, οι στίχοι αυτοί θα αναδύονται από τα βάθη του χρόνου ανέπαφοι, καθώς συνοψίζουν επίκαιρες απορίες. Τ.Π.

Καταγόμενος από τη Χαλκίδα, ο Παλλαδάς έζησε στην Αλεξάνδρεια στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα μ.Χ., σε μια εποχή που έφθινε ο εθνικός ελληνισμός ενώ ο χριστιανισμός θριάμβευε ανακηρυσσόμενος επίσημη θρησκεία του κράτους. Στην "Παλατινή Ανθολογία" σώζονται περί τα 160 επιγράμματά του (ερωτικά, σκωπτικά, επιτύμβια, συμποτικά, αναθηματικά, επιδεικτικά, προτρεπτικά). Ποικίλο και πλούσιο το υλικό, αποσαφηνίζει το χαρακτήρα της ποίησής του και φανερώνει τη δεξιότητά του. Είχε εκπονήσει ο ίδιος μια συλλογή των επιγραμμάτων του, την οποία περιέλαβε στον "Κύκλο" του ο Αγαθίας και κατόπιν ο Κωνσταντίνος Κεφαλάς στην "Ανθολογία" του. Πικρόχολα σκωπτικός και αυτοσαρκαστικός, γκρινιάζει για τη γραμματοδιδασκαλική ανέχειά του και για την κυρά του, ελεεινολογεί την άστατη Τύχη, ενίσταται και ανθίσταται στον επελαύκοντα χριστιανισμό, χλευάζοντας τους φανατικούς του, νοσταλγεί, ακουμπάει στον επικουρισμό, στον στωικισμό αλλά και στον κυνισμό. Ο Παλλαδάς, που αποκλήθηκε "Μετέωρος", ήταν αρκετά γνωστός στον καιρό του, όπως μαρτυρεί το γεγονός ότι ένα επίγραμμά του (το Χ 87) ήταν αναγραμμένο (με παραλλαγμένο τον δεύτερο στίχο) σε δημόσιο αποχωρητήριο της Εφέσου. "Αυτή η έλλειψη ενθουσιασμού" που τον διέκρινε, παρατηρεί η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, "συντείνει στο να τον κάνει τον μάρτυρα μίας μαύρης νύχτας. Οι στίχοι αυτού του φτωχού Αλεξανδρινού δασκάλου προεικονίζουν ορισμένες φορές τους μονόλογους του αποκαρδιωμένου Άμλετ του Σαίξπηρ, την αφιά σάτιρα του Σουίφτ, την αποθαρρυμένη ονειροπόληση του Μπωντλαίρ. Σ' αυτές τις στιγμές είναι ένας μεγάλος ποιητής".






e-mail Facebook Twitter