Το «Περί των υπό του θείου βραδέως τιμωρουμένων» είναι έργο που θεωρείται από τα καλύτερα φιλοσοφικά του Πλουτάρχου. Πρόκειται για διάλογο με θέμα θεολογικό, πάνω στην άποψη κάποιου Επικούρειου, ακολούθου της επικούρειας φιλοσοφίας, που αφορά την θεία δικαιοσύνη. Όπως ακριβώς δηλώνει και ο τίτλος, έχει κεντρικό άξονα την καθυστερημένη επέλευση της θεϊκής τιμωρίας. Διερευνά τις αιτίες για τις οποίες ο θεός τιμωρεί αρκετές φορές με χρονική καθυστέρηση την άδικη πράξη· και η τιμωρία επέρχεται είτε στο πρόσωπο του υπαιτίου της αδικίας, είτε ακόμη στους απογόνους του. Ακόμη εξετάζεται και η σκοπιμότητα που εξυπηρετεί η κατ’ αυτόν τον τρόπο εκδηλούμενη ενέργεια της θείας δικαιοσύνης. Επίσης, εκκινώντας από τον μύθο τού Θεσπέσιου, ο οποίος αναβίωσε τρεις ημέρες μετά τον θάνατό του, περιγράφεται η μυστηριακή πορεία της ψυχής, οι τιμωρίες πού αντιμετωπίζει και οι ανταμοιβές που απολαμβάνει. Έργο πού εντάσσεται στο σώμα των έργων του Πλούταρχου που επιγράφεται «Ηθικά» και με αυτό βεβαιώνεται η θέση του στην αλυσίδα της Πλατωνικής παράδοσης.
Ο Πλούταρχος (περ. 45 - περ. 120 μ.Χ.) καταγόταν από εύπορη αριστοκρατική οικογένεια της Χαιρώνειας της Βοιωτίας, όπου γεννήθηκε και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Φοίτησε στην Ακαδημία της Αθήνας και ταξίδεψε στην Ελλάδα, στην Αλεξάνδρεια, στη Μικρά Ασία και την Ιταλία. Επισκέφθηκε τουλάχιστον δύο φορές τη Ρώμη, όπου συνδέθηκε με κύκλους του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος. Έχαιρε μεγάλου σεβασμού και τιμήθηκε με διάφορα δημόσια αξιώματα. Επί "πολλάς πυθιάδας", τουλάχιστον είκοσι χρόνια, διετέλεσε πρωθιερέας του μαντείου των Δελφών. Έμεινε γνωστός ως ο μεγάλος βιογράφος της αρχαιότητας, χάρη στους πενήντα (από τους οποίους σώζονται οι 48) "Βίους Παραλλήλους επιφανών Ελλήνων και Ρωμαίων". Το έργο του περιλαμβάνει επιπλέον περίπου διακόσια (σώζονται 78) κείμενα ποικίλης θεματολογίας, δοκίμια, ομιλίες και διαλόγους, στο σύνολο των οποίων δόθηκε, όχι απολύτως εύστοχα, ο τίτλος "Ηθικά". Η επίδραση που άσκησε το έργο του Πλούταρχου ήταν τεράστια. Έχει γραφτεί ότι μέσα από αυτό έχουμε όλοι οι μεταγενέστεροι γνωρίσει την ελληνική και τη ρωμαϊκή αρχαιότητα. Ειδικά μεταξύ του 16ου και του 18ου αιώνα η διάδοσή του στους μορφωμένους ευρωπαϊκούς κύκλους δεν απείχε εκείνης της Βίβλου. Στους θαυμαστές του και σ' εκείνους που άντλησαν από αυτό κατά τους τελευταίους αιώνες συγκαταλέγονται, ενδεικτικά, ο Έρασμος, που μετέφρασε στα λατινικά και αφιέρωσε στον Ερρίκο Η΄ το "Πως αν τις διακρίνοιε τον κόλακα του φίλου"· ο Μονταίν, που εμπνεύστηκε τις "Δοκιμές" του από τα "Ηθικά"· ο Σαίξπηρ, που βάσισε στους "Βίους" τις ρωμαϊκές τραγωδίες του· ο Ρουσσώ και ο Γκαίτε, που κατέτασσαν τον Πλούταρχο στους αγαπημένους τους συγγραφείς· ο Μπετόβεν, που τον εκτιμούσε όσο και τον Όμηρο και αναζήτησε στο έργο του στήριγμα όταν έχανε την ακοή του· ο Έμερσον και οι υπερβατιστές· ο Καβάφης, στο "Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον", στους "Αλεξανδρινούς βασιλείς" κ.α., ενώ οι "Παράλληλοι Βίοι" ήταν το αγαπημένο ανάγνωσμα του Ναπολέοντα. Η μελέτη του Πλούταρχου εγκαταλείφθηκε κατά τον 19ο αιώνα, κυρίως επειδή το έργο του αποδεικνυόταν αναξιόπιστο για την ιστορική ανασύνθεση του ελληνορωμαϊκού παρελθόντος. Εντούτοις ο ίδιος δεν ενδιαφερόταν τόσο για την ιστορική ακρίβεια, όσο για το χαρακτήρα και την ψυχολογία των ηρώων του, καθώς και για την ηθική διάσταση των πράξεών τους. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα το ενδιαφέρον για το έργο του Πλούταρχου ώς έναν βαθμό αναζωπυρώθηκε, ωστόσο περιορίστηκε κυρίως στην ακαδημαϊκή κοινότητα.