Στην ιστορία της τέχνης δεν είναι σπάνια η περίπτωση των καλλιτεχνών που εμπνεύστηκαν έργα τους από την ποίηση. Συμβαίνει μάλιστα άλλοτε να τους ωθεί ένα γενικότερο ποιητικό κλίμα στη διαμόρφωση των δικών τους προσπαθειών και άλλοτε να αντλούν από συγκεκριμένα ποιήματα. Θα μπορούσαμε να μνημονεύσουμε ως ενδεικτικά παραδείγματα της πρώτης κατηγορίας τον Βρετανό χαράκτη, ζωγράφο και ποιητή William Blake (1757-1827), ο οποίος εικονογράφησε, ανάμεσα σε πολλά άλλα, τις Night's Thoughts του Young (1797), το Βιβλίο του Ιώβ από την Παλαιά Διαθήκη (1823), τη Θεία Κωμωδία του Δάντη (1824-27), και της δεύτερης τον 'Ελληνα ζωγράφο, γλύπτη και χαράκτη Κώστα Τσάρα (1928-1986), με τα ζωγραφικά έργα του στο μεταθανάτιο λεύκωμά του Η Αντίσταση και τα τραγούδια της (1998). Η Ανδριώτικης καταγωγής ζωγράφος και ποιήτρια Γεωργία (Ζωρζέτ) Καμπάνη (1929) ανήκει στη δεύτερη κατηγορία που μόλις περιγράψαμε. Μετά από κάποια χρόνια στην Αθήνα, εγκαταστάθηκε από το 1965 στο Κεμπέκ του Καναδά. Δούλεψε σε διάφορα εργαστήρια, ενώ παρακολούθησε και ελεύθερα μαθήματα ιστορίας της τέχνης. Το 1989 στράφηκε προς την ποίηση. Η αρκετά προγενέστερη ζωγραφική της στάθηκε αφετηρία για τα πρώτα ποιήματά της. Τότε με το προσωπείο του αναγνώστη υποκατέστησε το πρόσωπο του θεατή, συνειδητοποιώντας ότι η σχέση ποίησης και εικόνας είναι ισχυρή, πως η ποίηση και η εικόνα έχουν κοινή κρηπίδα τους τη γραφή. Μεσολάβησαν συμμετοχές της σε πολυάριθμες ομαδικές εκθέσεις και τριάντα ατομικές εκθέσεις στον Καναδά. Το 1998 αισθάνθηκε ώριμη τη στιγμή να εκδοθεί η εκτεταμένη παραγωγή της διπλής αυτής δραστηριότητάς της στην Οτάβα: χάρη στη χορηγία του καναδικού κράτους, παρουσίασε το τρίγλωσσο βιβλίο Ποιήματα- Ζωγραφική-Σύμβολα. Το 2003 επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου επιδόθηκε, με αναπαρθενεμένο βλέμμα, στη μελέτη σημαντικών Ελλήνων ποιητών . Για το προκείμενο λεύκωμά της επέλεξε, από ιδιοσυγκρασία, δημιουργούς που έγραψαν ποιήματα με ποικίλους συμβολισμούς, ανοιχτά στην ερμηνεία: απομόνωσε στίχους των (κατά χρονολογία γέννησης) Κ.Π. Kαβάφη, Άγγελου Σικελιανού, Γιώργου Σεφέρη, I.Μ. Παναγιωτόπουλου, Γιάννη Ρίτσου, Οδυσσέα Ελύτη, Κώστα Στεργιόπουλου και Δημήτρη Κιτσίκη, προσθέτοντας και ένα δικό της ποίημα. Ο νόστος στην πατρίδα, μετά από μακρόχρονη απουσία, τόνωσε τον ενθουσιασμό της. Αυτός, με τη σειρά του, προκάλεσε εικόνες. Η Γεωργία Καμπάνη ξαναδούλεψε, κατόπιν επιλογής, μερικά παλαιότερα έργα της με μολύβι, κραγιόνια, σινική μελάνη και τέμπερα σε χαρτί, από το 1975 έως το 1990, προσθέτοντας σε αυτά τη νέα της παραγωγή. Στα έργα της διακρίνουμε πάντα το επιμελημένο σχέδιο και τα αρμονικά χρώματά της. Οι συνθέσεις της κινούνται στο κλίμα ενός συμβολιστικού ιδιώματος. Ανθρωποκεντρική, η Καμπάνη παρεμβάλλει κάποτε και μορφές σε μικρότερη κλίμακα, με απροσδόκητα ανεστραμμένη προοπτική, εκστατικές μπροστά στο μυστήριο του κόσμου που τις περιβάλλει. Οι λιλιπούτιοι άνθρωποί της, τύποι περισσότερο, μοιάζουν να σηκώνουν, με αγωνία, το βάρος των ερωτημάτων τους, εκφράζοντας τις μεταφυσικές ανησυχίες της. Οπωσδήποτε, και στην ανθολογία αυτή η ζωγράφος δεν θέλησε να κάνει μια απλή εικονογράφηση των ποιημάτων, ούτε φαίνεται να κυριαρχούν στις εικόνες της ιδεολογήματα μιας τάσης συντηρητικής, που εμφωλεύει σε παρόμοιες απόπειρες. Εκφράζει το δυνατό προσωπικό συναίσθημά της, την καθαρή συγκίνησή της, όπως αυτή αναβλύζει μέσα από την ίδια την ατμόσφαιρα των ποιημάτων . Δημήτρης Παυλόπουλος, Λέκτωρ Ιστορίας της Τέχνης, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών






e-mail Facebook Twitter