Πριν πεθάνω θέλω να ζήσω


Συγγραφέας : Κατερίνα Αμερικάνου
Εκδότης : Tremendum - Κωνσταντίνος Βουτζουλίδης
Έτος έκδοσης : 2023
ISBN : 978-618-5170-04-2
Σελίδες : 124
Κατηγορίες : Νεοελληνική πεζογραφία - Μυθιστόρημα

12.00 € 10.80 €




ΤΟ ΠΕΡΙΤΥΛΙΓΜΑ

Ο μπαμπάς, της είπε:
- Άννα Μαρία, άσε τα δώρα σου στον καναπέ. Μάζεψε τα χαρτιά από το πάτωμα και έλα έξω στο μπαλκόνι. Πάω να κάνω ένα τσιγάρο. Έλα θέλω να μιλήσουμε .
Η Άννα Μαρία, ακούμπησε προσεκτικά το φόρεμα της, στον καναπέ, πέταξε δίπλα του τις πιτζάμες, έκανε μία μπάλα όλα τα χαρτιά περιτυλίγματος και τα πήγε στο σκουπιδοτενεκέ.
Είδε όμως από τον καθρέφτη, ένα πονηρό χαμόγελο της μαμάς της και ένα κλείσιμο του ματιού του μπαμπά της. «Κάτι παίζεται εδώ» σκέφτηκε και πήγε με απορία στο μπαλκόνι.
Ο μπαμπάς είπε: Ο κόσμος εκεί έξω κρίνει πάντα όπως εσύ. Από το περιτύλιγμα. Αλλά ενθουσιάζεται από το περιεχόμενο.
ΝΑΙ δεν έχουμε λεφτά για περιτύλιγμα. Και ΝΑΙ έχουμε λεφτά για το περιεχόμενο. Γιατί αυτή είναι η ουσία.
Να φοράς πάντα καθαρά και σιδερωμένα ρούχα. Να είναι καθαρό το σώμα σου, τα μαλλιά σου, να μυρίζεις όμορφα. Αυτό φτάνει.
Δεν χρειάζεσαι, το ακριβό ρούχο. Οποίος σε κρίνει και σε απορρίψει, επειδή το τζιν σου, δεν είναι ακριβή μάρκα, τότε δεν σου κάνει.
Μην χτίσεις πάνω στο περιτύλιγμα. Το είδες και μόνη σου, πόσο σου άρεσε το ακριβό χαρτί και όμως το πέταξες. Δεν κράτησες ούτε ένα κομμάτι, να το βάλεις στο συρτάρι σου, κάτω από τα καλλυντικά σου.
Άννα Μαρία. Είμαι πολύ περήφανος για σένα. Κάθε φορά που ερχόσουνα και μου έλεγες «θέλω να μάθω ιταλικά, ισπανικά». Εγώ όταν έφευγες, έβαζα τα κλάματα. Ήξερα, ότι είχα πετύχει σαν γονιός.
Η Άννα Μαρία έβαλε τα κλάματα και τον πήρε αγκαλιά και κλαίγανε μαζί από συγκίνηση. Η μαμά, ήρθε και αυτή και έμειναν αγκαλιασμένοι αρκετή ώρα. Μέσα σε δάκρυα, φιλιά και «Σ ’αγαπώ».

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Η γλυκιά Τριανταφυλλιά άναψε μία παλιά λάμπα πετρελαίου και έσβησε όλα τα φώτα. Μου έδωσε το πιάτο μου και είπε:
- θα φάμε, από τρεις φέτες ζυμωτό ψωμί, ένα βραστό αυγό η κάθε μία και από μία ντομάτα. Αν θέλουμε άλλη ντομάτα έχουμε, είπε γεμίζοντας τα ποτήρια με νερό.
- Πω πω! Τι διαφορετική μυρωδιά έχει αυτή η ντομάτα, από αυτές που τρώω στην Αθήνα!
- Αυτά τρώγαμε κάθε βράδυ, εδώ, με το φως της λάμπας να τρεμοπαίζει και η μαμά μου, μας έλεγε πόσο πλούσιοι είμαστε, που έχουμε φαγάκι, ένα κεραμίδι έστω με ελλενίτ πάνω στο κεφάλι μας και αγάπη στο σπιτικό μας. Μας έλεγε
«Φτωχός, δεν είναι ο άνθρωπος, που δεν έχει λεφτά. Φτωχός, είναι ο άνθρωπος, που στην πλούσια ζωή του, δεν βρίσκει μια λεκάνη νερό, να παίξει με τις λάμψεις του ήλιου.
Φτωχός, είναι αυτός, που δεν βλέπει την ομορφιά της φύσης γύρω του.
Φτωχός, είναι αυτός, που δεν μπορεί να εκτιμήσει την ομορφιά, ενός βραστού αυγού και μιας ντομάτας κομμένης στα τέσσερα».
Έτσι, μας έλεγε η μαμά μου κάθε βράδυ.
- Τι όμορφα λόγια! Πόσο δίκαιο είχε η μαμά σου! Δεν μπορείς να φανταστείς, πόσο απόλαυσα, αυτό το υπέροχο φαγητό!
- Σήκω κόρη μου. Πήγαινε στη γωνιά να δεις το φεγγάρι. Πάω τα πιάτα μέσα και έρχομαι.
Σηκώθηκα και πήγα εκεί που μου είπε, κοίταξα ψηλά, έψαξα να το βρω, αλλά μάταια, η γιαγιάκα ήρθε κοντά μου και μου έδειξε χαμηλά.
- Να το, ολοστρόγγυλο και χρυσαφί.
Εγώ γούρλωσα τα μάτια μου και είπα ενθουσιασμένη:
- Αχ, είναι Πανσέληνος! Πω πω τι όμορφο χρώμα και πόσα πολλά αστέρια έχει ο ουρανός!
- Όταν ανέβει ψηλά, γίνεται ασημένιο. Γι’ αυτό ήθελα να το δεις τώρα!
- Σε ευχαριστώ πολύ πολύ!
Την πήρα μια σφιχτή αγκαλιά. Εκείνη με φίλησε στο κούτελο και χάιδεψε τα μαλλιά μου.







e-mail Facebook Twitter