"... Το ρήμα σταλάω, σταλάσσω, σταλάζω, σημαίνει στάζω, πίπτω κατά σταγόνας, ενστάλαξεν, έσταξεν. Σταλαγμός, απόρροια, στάλυξ, σταληδών, ο σταλαγμός σημαίνουσι ότι και το ρήμα στάζει = ρέει, και το σταξ σταγών, στάξιμο ή σταλαγματιά. Κάσταλος τόπος μερίζων το ύδωρ. Κασταλία κρήνη των Δελφών. Στάζω και αποστάζω. Και ιδού πώς λύεται το μέγα αίνιγμα...."