Σχολική βία

Σχολικός εκφοβισμός, θυματοποίηση, ο ρόλος οικογένειας - σχολείου: Επιμορφωτικές ανάγκες των εκπαιδευτικών
Συγγραφέας : Τρίγκα - Μερτίκα, Ελένη Δ.
Εκδότης : Γρηγόρη
Έτος έκδοσης : 2011
ISBN : 978-960-333-678-5
Σελίδες : 152
Σχήμα : 24x17
Κατηγορίες : Παιδαγωγική Βία

12.01 € 9.49 €




Από τα µέσα της δεκαετίας του 1990, έχει απασχολήσει σε µεγάλο βαθµό τους ερευνητές το θέµα της σχολικής βίας. Οι έρευνες που έχουν γίνει πάνω στο συγκεκριµένο ζήτηµα επικεντρώνονται στη διερεύνηση της έκτασης, της συχνότητας και των µορφών σχολικής βίας και εκφοβισµού στην πρωτοβάθµια και δευτεροβάθµια εκπαίδευση. Το κύριο χαρακτηριστικό των ερευνών αυτών είναι η διερεύνηση του όρου "σχολική βία" που δε σχετίζεται µόνο µε την εγκληµατική βία, αλλά και µε άλλες µορφές µη ανεκτής και επιτρεπτής συµπεριφοράς από ανήλικους µαθητές σε συµµαθητές τους, όπως ο εκφοβισµός (bullying) ή η θυµατοποίηση (victimization). Σύµφωνα µε τον Olweus ο εκφοβισµός µπορεί να οριστεί µε τον ακόλουθο τρόπο: "ένας µαθητής γίνεται αντικείµενο εκφοβισµού ή θυµατοποιείται όταν υποβάλλεται, κατ΄ επανάληψη και κατ΄ εξακολούθηση, σε αρνητικές ενέργειες από έναν ή περισσότερους άλλους µαθητές". H αρνητική ενέργεια µπορεί να είναι λεκτική (πειράγµατα, απειλές, ειρωνείες κ.ά.), σωµατική (χτυπήµατα, σπρώξιµο, κ.ά.), όπως και ψυχολογική (συκοφάντηση, αποκλεισµός από οµάδα, αποµόνωση κ.ά). Για να υφίσταται εκφοβισµός πρέπει να υπάρχει διαφορά δύναµης, µε την έννοια ότι ο µαθητής, ο οποίος εκτίθεται στις αρνητικές ενέργειες, δυσκολεύεται να αµυνθεί και είναι αβοήθητος έναντι εκείνου που τον παρενοχλεί. Αντίθετα, ο εκφοβισµός δεν υφίσταται όταν παλεύουν ή φιλονικούν δυο µαθητές περίπου της ίδιας σωµατικής ή ψυχολογικής δύναµης. Η θυµατοποίηση ή η ταπείνωση του άλλου αποτελούν µερικές φορές τα µέσα που έχουν οι µαθητές για να αναπληρώσουν την αυτοεκτίµησή τους και να αποκτήσουν κύρος µεταξύ των συνοµηλίκων . Ο Οlweus µε τις έρευνές του ευαισθητοποίησε τη σχολική κοινότητα και τις κοινωνίες διεθνώς, τονίζοντας ότι ο πιο αποτελεσµατικός παράγοντας αποτροπής της θυµατοποίησης είναι ο ενήλικας. Η παρέµβαση µπορεί να εξασφαλίσει εποικοδοµητικά αποτελέσµατα, αν ο εκπαιδευτικός σταθεί απέναντι στα παιδιά ως ενήλικας, µε ικανότητες και εµπειρία στην αντιµετώπιση συγκρούσεων, και είναι σε θέση: 1. Να διακρίνει πότε τα εµπλεκόµενα άτοµα µπορούν να χειριστούν µόνα τους µια σύγκρουση και πότε υπάρχει πραγµατικό πρόβληµα για το οποίο απαιτείται η παρέµβασή του. 2. Να χρησιµοποιεί τις κατάλληλες στρατηγικές παρέµβασης µε στόχο την αντιµετώπιση, καθώς και τις αρχές επίλυσης της σύγκρουσης: το σεβασµό, την ανοχή, την κατανόηση των διαφορών. Ένα σχολείο για να είναι αποτελεσµατικό, το οποίο άλλωστε αποτελεί και το ζητούµενο, κατά τον Fontana, θα πρέπει: α) να προσφέρει στους µαθητές του µια ανάπαυλα από τις βλαβερές επιδράσεις της γειτονιάς ή του σπιτιού, β) να συντελεί στην ανάπτυξη σχέσεων µε δασκάλους και συνοµηλίκους που δρουν θεραπευτικά και υποστηρικτικά και γ) να δηµιουργεί ευκαιρίες ανάπτυξης νέων πλευρών του εαυτού τους µέσα σε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον. Για την αντιµετώπιση της σχολικής βίας καθοριστικές θεωρούνται και οι καλές σχέσεις συνεργασίας κι εµπιστοσύνης σχολείου και οικογένειας. Ως εκ τούτου, η συνεχής και ουσιαστική επιµόρφωση των εκπαιδευτικών και η συστηµατική και σωστή ενηµέρωση των γονέων για το συγκεκριµένο θέµα προβάλλουν ως πρώτη προτεραιότητα.

Η Ελένη Τρίγκα - Μερτίκα κατάγεται από το Πολυδένδρι του Ν. Ημαθίας και ολοκλήρωσε τις βασικές της σπουδές στη Βέροια. Είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης του Τμήματος Φιλοσοφίας - Παιδαγωγικής - Ψυχολογίας (Φ.Π.Ψ.) και της Σχολής Νηπιαγωγών Θεσσαλονίκης. Φοίτησε στη Σχολή Επιμόρφωσης Λειτουργών Δημοτικής Εκπαίδευσης (Σ.Ε.Λ.Δ.Ε.) και έκανε μετεκπαίδευση στο Μαράσλειο Διδασκαλείο Αθηνών στις Επιστήμες της Ειδικής Αγωγής. Κατέχει το μεταπτυχιακό δίπλωμα του προγράμματος "Σχολική ψυχολογία" του Τμήματος Φιλοσοφίας - Παιδαγωγικής - Ψυχολογίας (Φ.Π.Ψ.) της Φιλοσοφικής Σχολής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Σήμερα είναι υποψήφια διδάκτωρ ψυχολογίας στο ίδιο πανεπιστήμιο. Έχει υπηρετήσει στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση σε δημόσια σχολεία για αρκετά χρόνια και αργότερα ως εκπαιδευτικός ειδικής αγωγής σε προγράμματα ένταξης παιδιών με ιδιαίτερες δυσκολίες στα γενικά σχολεία. Σήμερα υπηρετεί σε διάγνωσης - αξιολόγησης - υποστήριξης (Κ.Δ.Α.Υ) του ΥΠ.Ε.Π.Θ. Έχει συµµετάσχει ως εισηγήτρια σε Συνέδρια Ψυχολογίας, Παιδαγωγικής και Ειδικής Παιδαγωγικής για παιδαγωγικά και ψυχολογικά θέµατα και οι εισηγήσεις της έχουν δηµοσιευθεί σε Πρακτικά Συνεδρίων. Παρακολούθησε και παρακολουθεί πολλά Επιµορφωτικά Προγράµµατα, Συνέδρια, Σεµινάρια, Διηµερίδες και Ηµερίδες για θέµατα Ψυχολογίας, Παιδαγωγικής και Ειδικής Παιδαγωγικής. Το επιστηµονικό της ενδιαφέρον εστιάζεται περισσότερο στα προβλήµατα µάθησης και συµπεριφοράς. Έχει συνεργαστεί µε το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο στο επιµορφωτικό Πρόγραµµα "Διαχείριση προβληµάτων σχολικής τάξης" και έχει διδάξει σε Περιφερειακά Επιµορφωτικά Κέντρα (ΠΕΚ) σε νεοδιόριστους και αναπληρωτές εκπαιδευτικούς. Έχει συµµετάσχει ως επόπτρια-συντονίστρια στην υλοποίηση καινοτόµων Προγραµµάτων του Υπουργείου Παιδείας, όπως: "Διευκολύνοντας την οµαλή µετάβαση από το Νηπιαγωγείο στο Δηµοτικό", "Αξιολόγηση εκπαιδευτικού έργου σχολικής µονάδας. Διαδικασία αυτοαξιολόγησης (ΑΕΕ)" και του Πανεπιστηµίου Ιωαννίνων "Παραγωγή Βοηθητικού Εκπαιδευτικού υλικού για την εισαγωγή θεµάτων σχετικά µε τα φύλα στην εκπαιδευτική διαδικασία". Έχει συγγράψει τα ψυχοπαιδαγωγικά βιβλία µε τίτλο: "Διάσπαση προσοχής και υπερκινητικότητα παιδιών και εφήβων", Αθήνα: Πλοηγός (2005, 2007), "Μαθησιακές δυσκολίες", Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη (2010), καθώς επίσης και άρθρα σε έγκριτα περιοδικά.






e-mail Facebook Twitter