ΕΝΑ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ του λογοτέχνη και θεατρανθρώπου Κωνσταντίνου Χρηστομάνου που καθόρισε τη νεοελληνική δραματουργία.
Μια συγκλονιστική ιστορία έρωτα, θυσίας και υπαρξιακής αγωνίας, σε τρία δραματικά μέρη που συνθέτουν μια βαθιά ανθρώπινη «σονάτα» — μια ωδή στον πόνο, την ομορφιά και τον έρωτα.
Να πάμε στα ίδια μέρη που είμασταν στο ταξίδι του γάμου μας. Θέλω να τα ξαναδώ όλα! Πρώτα-πρώτα στη Βενετία με τις γόνδολες που γλιστρούν πάνω στα κοιμισμένα τα νερά σαν όνειρα: Δε μοιάζουν μαύρα νεκροκρέβατα, Φαίδη; Μέσα όμως έχουν λουλούδια, ζωντανά λουλούδια: Αυτοί που είναι μέσα είναι σαν λουλούδια που τραγουδούν σιγά σιγά και πεθαίνουν απ’ την πολλή τους ευτυχία τραγουδιστά…Κι εγώ θα είμαι ξαπλωμένη στην αγκαλιά σου, να, όπως τώρα, με το κεφάλι μου ακουμπισμένο στην καρδιά σου…κι όταν θα περνούμε κοντά από κανένα παλάτι πεθαμένο θα ακούμε στα μαρμαρένια του σκαλοπάτια το νερό να παραμιλάει σα μέσα σ’ όνειρο…
Κι έπειτα θα ξυπνήσομε κι εμείς απ’ αυτό το όνειρο και δια μιας θα βρεθούμε στο Παρίσι και θα είμαστε σαν δυο κόκκινα κομματάκια κομφετί μέσα σ’ έναν ανεμοστρόβιλο από μουσική…Και θα πετάμε όπου θα μας σέρνει η χαρά και το τραγούδι… κι όσο περισσότερο μας παραδέρνει η χαρά της ζωής, τόσο πιο σφιχτά αγκαλιασμένοι θα πετάμε…Και το βράδυ αργά θα γυρίζουμε στο ξενοδοχείο μας μέσα στο σκοτεινό κουπέ, στρυμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον σαν δυο πουλάκια στη φωλιά τους, και γύρω μας θα βουίζει μια θάλασσα από φως…