Οργανώσαμε την έκθεση σε δυο βασικές ενότητες: Α. Στην εισαγωγική περιοχή περιλαμβάνονται ελάχιστα χαρακτηριστικά δείγματα της διδασκαλίας του Τ. Μπιρη στην περιοχή των αρχιτεκτονικών Συνθέσεων (Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, Τομέας Ι-Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού και Τμήμα Αρχιτεκτόνων Δ.Π.Θ., Τομέας III-Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού και Κατασκευών) και του Δ. Μπίρη στην περιοχή της Οικοδομικής (Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, Τομέας IV-Συνθέσεων Τεχνολογικής Αιχμής). Και τούτο γιατί το κύριο σώμα του διδακτικού έργου και των δύο αρχιτεκτόνων παρουσιάζεται στην παράλληλη έκθεση στο κτήριο της Πρυτανείας του ΕΜΠ. Επίσης στον ίδιο εισαγωγικό χώρο της έκθεσης στο Μουσείο Μπενάκη περιλαμβάνονται δείγματα του συγγραφικού μας έργου. Τέλος, παρουσιάζονται κάποια λίγα αποσπάσματα της δουλειάς των φοιτητικών μας χρόνων. Για να μας θυμίζουν πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός, αλλά και πόσο δυνατή επιρροή ασκούν αυτές οι τάχα "περαστικές" σκέψεις της νεότητας πάνω στα κατοπινά μας πονήματα. Β. Στον κυρίως εκθεσιακό χώρο παρουσιάζεται ο κορμός του αρχιτεκτονικού έργου που μελετήσαμε και πραγματοποιήσαμε. Πρόκειται για μια κοινή και αδιαίρετη σύμπραξη δύο αρχιτεκτόνων και των συνεργατών τους, που εξελίχθηκε κατά βάση σε τρεις περιόδους, διάρκειας 10 περίπου χρόνων η καθεμία, πλην της τελευταίας, που είναι μεγαλύτερη. Πιο ειδικά, και σε αναφορά με την κάπως σχηματική οργάνωση της αρχιτεκτονικής μας πορείας σε τρεις περιόδους, σημειώνονται τα εξής: Η πρώτη περίοδος περιλαμβάνει έργα που πραγματοποιήθηκαν βασισμένα στη μοντερνιστική διδασκαλία που δεχτήκαμε ως σπουδαστές στη Σχολή Αρχιτεκτόνων της Αθήνας, αλλά και ως δρώντες αρχιτέκτονες, από λαμπρούς μοντερνιοτές καθηγητές, όπως, π.χ., ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος, ο Κυπριανός Μπίρης, ο Θουκυδίδης Βαλεντής, ο Κωνσταντίνος Δεκαβάλλας, ο Διονύσης Ζήβας, καθώς και από νεότερους δασκάλους, όπως ο Γιάννος Πολίτης, η Μπέτυ Βακαλοπούλου, ο Ηλίας Παπαγιανόπουλος. Προσπαθήσαμε, μάλιστα, να τη συνεχίσουμε με έναν προσωπικό (αν και αρχικά σε μεγάλο βαθμό ενστικτώδη) ενθουσιασμό για το μοντέρνο, ο οποίος διαρκεί μέχρι και σήμερα. Γι' αυτό, σε πολλές περιπτώσεις, πιθανώς, τα πρώτα αυτά έργα (πέρα από τη νεανική ορμή) χαρακτηρίζονται, ίσως, και από σχετικά ελλιπή γνώση του πεδίου, όπως είναι φυσικό. Εντούτοις, είναι τα πρώιμα δείγματα μιας δικής μας ερμηνείας του ύστερου ελληνικού μοντερνισμού, όχι μόνο ως αρχιτεκτονική ιδεολογία, μεθοδολογία και εφαρμογή, αλλά και ως γενικό σύστημα σκέψης και πράξης, με έντονη ανθρωποκεντρική, κοινωνική, δημοκρατική διάσταση. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, συνθετικής και όχι χαοτικής αντίληψης των φαινομένων και των πραγμάτων, εφαρμόσαμε -νομίζουμε- μια αρχιτεκτονική με κοινωνικό έρεισμα, θεωρημένη ως "δοχείο ζωής και κοινωνικών δράσεων", στη βάση μιας τελεολογικής σχέσης αιτίου και αιτιατού, όπου το αρχιτεκτόνημα γεννιέται ως αποτέλεσμα (αιτιατό) μιας ανάγκης (αίτιο) που προϋπάρχει. Η δεύτερη περίοδος (που καλύπτει κυρίως ομαδικά έργα από βραβεύσεις σε πανελλήνιους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς) διαρκεί περίπου από το 1976 έως το 1986. Τότε -συνεργαζόμενοι συνεχώς και με άλλες ομάδες αρχιτεκτόνων- επιχειρήσαμε να διευρύνουμε τις αρχιτεκτονικές ιδέες μας και να εμπλουτίσουμε τη γλώσσα, το συντακτικό και την τεχνική μας οδεύοντας προς μια πιο εξπρεσιονιστική κατεύθυνση. Έχω την αίσθηση ότι μερικές φορές φτάσαμε έτσι το μοντερνισμό μας σχεδόν στα όρια της ανατροπής του· ίσως, μάλιστα, και πέραν αυτών. Ευτυχώς, όμως, τούτη η απόκλιση από την αρχική γραμμή πλεύσης διατήρησε τις βασικές αρχές κονοτρουκτιβισμού και φονξιοναλισμού, που πάντα προσπαθούσαμε (και προσπαθούμε) να είναι η δομική βάση της σκέψης και της πράξης μας. Η τρίτη περίοδος, που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, είναι μια πορεία επιστροφής στις πρώιμες, ας πούμε "σκληροπυρηνικές", θέσεις του ύστερου ελληνικού μοντερνισμού της αρχής της πορείας μας. Όμως, η επιστροφή αυτή αισθανθήκαμε ότι εμπεριέχει, ταξινομεί και κατατάσσει μια πολύ χρήσιμη εμπειρία και γνώση από την προηγούμενη περίοδο. Είναι, λοιπόν, ευτύχημα για μας ότι ξανα-προσεγγίσαμε με μεγαλύτερη ωριμότητα, δημιουργικά και όχι νοσταλγικά το νεανικό μας ξεκίνημ


Ο Τάσος Μπίρης γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1942 στην Αθήνα. Μεγάλωσε σε περιβάλλον αρχιτεκτόνων. Ο πατέρας του Κυπριανός Μπίρης, αρχιτέκτονας και Καθηγητής της Ανώτατης Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, και ο θείος του Κώστας Μπίρης, επίσης αρχιτέκτονας-πολεοδόμος και γνωστός μελετητής της αρχιτεκτονικής ιστορίας της Αθήνας, οδήγησαν τα πρώτα του βήματα προς την κατεύθυνση της αρχιτεκτονικής. Σπούδασε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, από την οποία αποφοίτησε το 1966. Τον ίδιο χρόνο δέχτηκε πρόταση του καθηγητή Ιωάννη Δεσποτόπουλου, του οποίου ήταν μαθητής, να υπηρετήσει στην έδρα «Γενικής Κτιριολογίας και Αρχιτεκτονικών Συνθέσεων» της ίδιας σχολής, ως μέλος του διδακτικού προσωπικού. Δίδαξε στον Τομέα Ι (του οποίου υπήρξε πρώτος διευθυντής προερχόμενος από τη νεότερη γενιά διδασκόντων που εκλέχθηκαν με το Π.Δ. 123) ως Καθηγητής στην περιοχή των αρχιτεκτονικών Συνθέσεων. Κατά την περίπου 40 χρόνων δράση του εκεί διαμόρφωσε και διατύπωσε δημοσίως προσωπικές του θέσεις για το μάθημα των Συνθέσεων (ορισμός εκπαιδευτικού αντικειμένου, θεματολογίας, μεθόδων διδασκαλίας των Συνθέσεων κ.ά). Πολλές από τις απόψεις του αυτές παρουσιάζονται στο πρώτο του βιβλίο "Αρχιτεκτονικής Σημάδια και Διδάγματα. Στο ίχνος της Συνθετικής Δομής" το οποίο δίδεται ως εκπαιδευτικό σύγγραμμα στους σπουδαστές και τις σπουδάστριες των μεγαλύτερων εξαμήνων. Κεντρικά θέματα αυτής της έρευνας του, αλλά και της διδασκαλίας του, αποτέλεσαν έννοιες όπως η «Κεντρική Ιδέα», η «Συνθετική Δομή σε συνάρτηση με τη Μορφή», οι «Αντίρροπες συζυγίες», οι «Αρχέτυπες χωρικές δομές», η σημασία του συσχετισμού θεωρίας και πράξης στο μάθημα των Συνθέσεων κ.ά. Ταυτόχρονα, ο Τάσος Μπίρης δίδαξε ως προσκεκλημένος (άμισθος με δική του επιθυμία) καθηγητής στο νεοσύστατο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΔΠΘ στη Ξάνθη για έξι συνεχή έτη. Κατά το διάστημα αυτό οργάνωσε τις βασικές κατευθύνσεις του μαθήματος των αρχιτεκτονικών Συνθέσεων, το οποίο τώρα εμπλουτίζουν με δικές τους ιδέες νεότεροι εκλεγμένοι διδάσκοντες του Τμήματος. Εξάλλου, υπήρξε εταίρος σε συνεργασία με τον αδελφό του Δημήτρη Μπίρη (αρχιτέκτονα και Επίκουρο Καθηγητή της ίδιας Σχολής, ο οποίος χάθηκε αδόκητα το 2002) του Αρχιτεκτονικού Γραφείου Καθηγητού Κυπριανού Μπίρη και συνεργατών. Στο πλαίσιο αυτής της ομάδας έχει εκπονήσει μελέτες ιδιωτικών και -κυρίως-δημοσίων κτηρίων. Από αυτά τα περισσότερα έχουν υλοποιηθεί και παρουσιάζονται στην ελληνική και ξένη βιβλιογραφία. Η κύρια δράση του στο χώρο της αρχιτεκτονικής εφαρμογής εξακολουθεί να πραγματοποιείται μέσω συμμετοχών και βραβεύσεων σε σημαντικούς πανελλήνιους και διεθνείς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς (π.χ., Β' βραβείο Διεθνούς Διαγωνισμού για το «Νέο Μουσείο Ακρόπολης», Α' βραβείο Πανελλήνιου Αρχιτεκτονικού Διαγωνισμού για το «Νέο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης» και Α' βραβείο Πανελλήνιου Αρχιτεκτονικού Διαγωνισμού για το «Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Ηρακλείου Κρήτης» κ.ά.). Έχει συγγράψει σειρά άρθρων για θέματα αρχιτεκτονικής σε ελληνικά και ξένα βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες και έχει συμμετάσχει σε εκθέσεις αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Επίσης, έχει συγγράψει τρία βιβλία και έχει συμμετάσχει σε ένα συλλογικό τόμο με γενικό αντικείμενο την αρχιτεκτονική. Είναι παντρεμένος με την αρχιτέκτονα και Λέκτορα της Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, Σοφία Τσιράκη, επίσης μόνιμο μέλος της ίδιας αρχιτεκτονικής ομάδας. Μετά την αποχώρηση του από τη Σχολή Αρχιτεκτόνων το 2009, ο Τάσος Μπίρης συνεχίζει τη δράση του ως ομότιμος Καθηγητής και παράλληλα ως δρων αρχιτέκτων.






e-mail Facebook Twitter