Ουτοπία·
ένα πράγµα, µια ιδέα, ένας κόσµος τόσο τέλεια συγκροτηµένος
που δεν θα µπορούσε να είναι υπαρκτός
Ή ίσως…
µια νέα σύνθεση, συγκροτηµένη από πλήρως δυστοπικά αντικείµενα,
που κάπως -δεν ξέρει κανείς πώς- βρίσκονται µαζί
ώσπου δηµιουργούν την εικόνα ενός αρµονικού κόσµου
µακριά από εδώ, αλλού
Κάποτε γι’ αυτόν ονειροπολούσες·
τώρα σε ταξιδεύει σε εκείνα τα στενά ή τους δρόµους ή τα σπίτια που βίωσες,
τους ήχους, τις οσµές, τους ανθρώπους
που έστω και για ένα κλάσµα δευτερολέπτου αναδύονται γύρω σου ξανά
Κι όλα αυτά χωρίς να κάνεις κάτι διαφορετικό
– µια άλλη απ’ τις πέντε καθηµερινές